Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσάθρωση η [aposáθrosi] Ο33 : η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσαθρώνω. 1. (γεωλ.) καταστροφή και αλλοίωση των πετρωμάτων στην επιφάνεια ή κοντά στην επιφάνεια της γης εξαιτίας φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. 2. (μτφ.) καταστροφή των θεμελίων των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών.
[λόγ. αποσαθρω- (δες αποσαθρώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσάθρωση [aposáθrosi] η, (L)
- ① breaking up, crumbling, pulverization, weathering (near-syn θρυμματισμός):
- βιολογική, χημική ~ |
- ~ των νικελιούχων ορυκτών |
- το αιματιτικό σιδηρομετάλλευμα έχει υποστεί ~ |
- ο σεισμός επέφερε ρωγμές και αποσαθρώσεις στις κατασκευές
- ② fig crumbling, disintegration, destruction, rot (near-syn διάλυση, καταστροφή):
- η ~ της βυζαντινής αυτοκρατορίας |
- ~ όλων των αξιών |
- η οικονομική ~ της κοινωνίας φέρνει και την ηθική αποσύνθεσή της (Papanoutsos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποσάθρωσις, der of (pap) σάθρωσις]
- ① breaking up, crumbling, pulverization, weathering (near-syn θρυμματισμός):