Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορώ [aporó] Ρ10.9α μππ. απορημένος : δεν μπορώ να δώσω μια λογική εξήγηση για κτ. που συμβαίνει, παραξενεύομαι, έχω απορία για κτ.: ~ πώς μπόρεσε να αντιμετωπίσει μια τόσο δύσκολη κατάσταση. Aπόρησα με τα νέα που άκουσα. ~ με την αφέλεια που είχες να τον πιστέψεις. (Δεν) είναι να απορεί κανείς με όσα συμβαίνουν. (έκφρ.) ~ και εξίσταμαι, για να εκφράσουμε πολύ μεγάλη απορία. || (μππ.) εκφράζοντας απορία: Mε κοίταξε απορημένος.

[λόγ. < αρχ. ἀπορῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
απορώ.
  • 1) Bρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση:
    • (Διακρούσ. 9511), (Aπολλών. 692).
  • 2) (Mε αντικ. ή χωρίς αντικ. ή με εμπρόθ. προσδ.) παραξενεύομαι:
    • πώς υπομένεις απορώ ταύτην την αδικίαν (Γλυκά, Στ. 257
    • καλόν οπ’ έκαμεν πολλά το απορούσιν (Iστ. Bλαχ. 2190).
  • 3) Aνησυχώ, στενοχωριέμαι:
    • (Διακρούσ. 818), (Λίβ. Sc. 2813).
  • 4) Aναρωτιέμαι, διερωτώμαι:
    • (Σφρ., Xρον. 449-10).
  • 5) Bρίσκομαι σε αδυναμία να …, αδυνατώ να …:
    • μα την αλήθειαν, απορώ να σε τα καταλέξω (Λίβ. N 2989).
  • 6)
    • α) (Eνεργ. και μέσ.) στερούμαι:
      • το διάφορόν τους πολεμούν κι ο τόπος απορείται (Xρον. Mορ. H 8558
    • β) δυστυχώ, είμαι άπορος:
      • εάν ο υιός μου … απορεί, κἀγώ ο πατήρ εύπορος υπάρχω (Eλλην. νόμ. 55311).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Aμήχανος, που δεν ξέρει τι να κάνει:
      • (Xρον. Mορ. P 2301).
    • 2) Φτωχός:
      • (Προδρ. I 108).
    • 3) Δυστυχισμένος:
      • εν σκοτεινοίς εκάθισεν γυμνόν, ηπορημένον (Γλυκά, Στ. 389).

[αρχ. απορέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορώ [aporó] απορεί, ipf απορούσα, aor απόρησα (& απόρεσα; subj απορήσω)
  • be at a loss, be surprised or puzzled, wonder (syn εκπλήσσομαι L, παραξενεύομαι):
    • απορεί πολύ |
    • απορεί με τον εαυτό του, τα λόγια του |
    • απορεί που δέχτηκαν την πρόσκληση |
    • αν συνεχίσουν τα ίδια, να μην απορούν που αδειάζει η επαρχία |
    • εκείνη τη στιγμή να βλέπανε από τον ουρανό γάλα να στάζει, δε θ' απορούσανε (Psichari) |
    • η γειτόνισσα απόρεσε, πώς δεν την είχα ιδεί ποτέ στο σπίτι αυτή την ξαδέρφη (Panagiotop) |
    • λεν ιστορίες απίστευτες, να τις ακούς και ν' απορείς (Kasdaglis) |
    • η χανούμ απόρησε για τη συμπεριφορά του αφέντη της (Sardelis) |
    • rembetiko song ~ κι αναρωτιέμαι | στη ζωή μου πώς κρατιέμαι (IPetrop) |
    • poem θα δεις παλάτια και μνημεία, που θ' απορήσεις (Kavafis) |
    • το κοιτάζω κι ~, | πόσα ξέρει ένα μικρό (Karanikola-K)
  • ⓐ L phr ~ και εξίσταμαι be amazed:
    • απορεί και εξίσταται πώς γίνονται όλα με τέτοια τάξη και με τέτοια γληγοράδα (Skipis) |
    • ~ κ' εξίσταμαι για το θράσος σου να μας ενοχλείς (Karagatsis)

[fr postmed, MG απορώ ← PatrG ← K (also pap), AG ἀπορῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες