Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορρυπαντικό [aporipandikó] το, (L)
- laundry detergent, detergent:
- βιομηχανία, διαφημίσεις απορρυπαντικών |
- παρατηρείται έλλειψη σε απορρυπαντικά και χαρτί τουαλέτας |
- ζούμε στην εποχή των απορρυπαντικών (Papadoukas)
[fr kath (neol) απορρυπαντικόν, substantiv. n of απορρυπαντικός]
- laundry detergent, detergent:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορρυπαντικός -ή -ό [aporipandikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για απορρύπανση, για καθάρισμα: Aπορρυπαντικές ουσίες. || (ως ουσ.) το απορρυπαντικό, σκόνη ή υγρό για το πλύσιμο των ρούχων, των οικιακών σκευών, των χώρων κτλ.: Aπορρυπαντικό για το πλυντήριο / για τα πιάτα / για τα πατώματα.
[λόγ. απο- ρυπαν- (ρυπαίνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. détergent, détersif & αγγλ. detergent (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορρυπαντικός, -ή, -ό [aporipandikós] (L)
- ① used for cleaning, detergent:
- απορρυπαντικές σκόνες, ύλες
- ② fig cleansing, purging:
- έχυσε αίμα απορρυπαντικό της τιμής του
[fr kath (neol) απορρυπαντικός, der of *απορρυπαντός (απορρυπαίνω)]
- ① used for cleaning, detergent: