Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορρυπαίνω [aporipéno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : απαλλάσσω κτ. από τη ρύπανση, το καθαρίζω. ANT ρυπαίνω: Kαταβάλλονται προσπάθειες να απορρυπανθούν οι ακτές.
[λόγ. απο- ρυπαίνω μτφρδ. αγγλ. depolute (διαφ. το αρχ. ἀπορρυπαίνω `λερώνω πολύ΄) (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορρυπαίνω [aporipéno] aor (subj) απορρυπάνω, pass aor subj απορρυπανθώ, (L)
- ① free fr pollution, clean (syn καθαρίζω, ant ρυπαίνω):
- μεγάλο ποσό θα διατεθεί, για να απορρυπανθεί η περιοχή της Πύλου |
- του λείπει το πολύ καθαρό οξυγόνο, που απορρυπαίνει τα πλεμόνια (Panagiotop)
- ② fig cleanse, clean, purge (syn αποκαθαίρω 1b, αποκαθαρίζω 1, καθαρίζω):
- απορρυπαίνουν τη βρωμισμένη γλώσσα |
- η δικαιοσύνη προσπαθεί ν' απορρυπάνει το περιβάλλον από τη μόλυνση (της δικτατορίας) |
- στραγγάλισε την κόρη του, για ν' απορρυπάνει την τιμή της |
- με την έκδοση διαζυγίου θ' απορρυπανθεί μια ατμόσφαιρα κολάσεως
[fr kath απορρυπαίνω ← AG]
- ① free fr pollution, clean (syn καθαρίζω, ant ρυπαίνω):