Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορροφώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορροφώ [aporofó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.για κτ. που επιτρέπει σε μια υγρή ή αέρια ουσία να διεισδύει και να συγκρατείται μέσα σε αυτό: Tο βαμβάκι / το σφουγγάρι απορροφά τα υγρά. H αλοιφή απορροφάται από το δέρμα. || για ζωντανό οργανισμό που δέχεται κτ. και το αφομοιώνει: Tα φυτά με τις ρίζες τους απορροφούν τα θρεπτικά συστατικά από το έδαφος. Ο οργανισμός απορροφά τα ζωικά ράμματα, καθώς επουλώνεται το τραύμα. 2. (μτφ.) α1. καταναλώνω ή χρησιμοποιώ κάποιο οικονομικό αγαθό: Mεγάλες ποσότητες οπωροκηπευτικών δεν μπόρεσαν να απορροφηθούν από τις αγορές του εξωτερικού. Tα μεγάλα τεχνικά έργα θα απορροφήσουν πολλά δισεκατομμύρια από τα κρατικά κονδύλια. α2. απασχολώ κπ. σε κάποιο τομέα δραστηριότητας: Ο δημόσιος τομέας απορροφά ένα μικρό μέρος από τους πτυχιούχους των ανωτάτων σχολών. β. για κτ. μεγαλύτερο και ισχυρότερο που συγχωνεύει στη δύναμή του κτ. μικρότερο και σχετικά ανίσχυρο: Tα εργοστάσια κατασκευής επίπλων απορρόφησαν πολλά ξυλουργικά εργαστήρια. γ. για κπ. ή για κτ. που απασχολεί ολοκληρωτικά κπ.: H οικογένειά του / η μελέτη απορροφά όλο τον ελεύθερο χρόνο του. Είναι απορροφημένος από τη δουλειά του / στις σκέψεις του.

[λόγ. < αρχ. ἀπορροφῶ `πίνω με μικρές ρουφηξιές΄ σημδ. γαλλ. absorber]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορροφώ [aporofó] 3sg απορροφά (& απορροφάει), ipf απορροφούσα, aor απορρόφησα (& απερρόφησα; subj απορροφήσω), pf & plupf έχω-είχα απορροφήσει, mediop απορροφώμαι (3sg απορροφάται & απορροφείται) & απορροφιέμαι, aor απορροφήθηκα (subj απορροφηθώ), pf &
  • ① suck up, soak up, absorb, draw (near-syn αναρουφώ 1, ρουφώ, τραβώ):
    • το χαρτί απορροφά το μελάνι |
    • τα ενεργειακά εργοστάσια με πεπιεσμένο αέρα σπαταλούν πολλή ενέργεια, γιατί πρέπει να απορροφήσουν ατμοσφαιρικό αέρα και να τον θέσουν υπό πίεση |
    • η ξύλινη νάρκη απορροφά τη νυχτερινή υγρασία (Theotokas) |
    • οι διακοσμητικοί οβελίσκοι είναι σα να λεπταίνουν τον όγκο των κτιρίων και να τον απορροφούν προς τα ύψη (Karantonis, adapted)
  • ⓐ absorb, ingest:
    • τα φύλλα απορροφούν οξυγόνο |
    • οι άνθρωποι απορροφούν μ' όλους τους πόρους τους την αδύναμη λιακάδα (Theotokas) |
    • το αίμα, περνώντας από τα πλεμόνια, απορροφά τον αέρα (Saratsis, adapted) |
    • στα ατρητικά ωοθυλάκια το ωοθυλακικό υγρό απορροφείται και εξαφανίζεται (Louros) |
    • poem .. σαν τον αγέρα | τον περιτριγυρνό σε απορροφούσα (Gryparis)
  • ⓑ absorb, intercept, attract, hold:
    • υλικά που απορροφούν τον ήχο, το ηλιακό φως |
    • το διαμέρισμα της πολυκατοικίας είναι ανίκανο ν' απορροφήσει την ανθρώπινη ακτινοβολία (Panagiotop)
  • ② fig draw in (ideas etc), soak up, absorb, imbibe (syn αναρροφώ 3, απομυζώ 1b):
    • απορρόφησε την ελληνική παιδεία |
    • ο ντόπιος πληθυσμός απορρόφησε τα διδάγματα του αποίκου (Stratou) |
    • ο Bίος του Aγίου Aντωνίου απορροφήθηκε στο Bυζάντιο (Kanellop) |
    • το ιστορικό γεγονός απορροφιέται, μετασχηματίζεται και ξαναπροβάλλεται μέσα στο ποιητικό έργο (Maronitis)
  • ⓒ draw, attract, absorb (near-syn τραβώ):
    • ένας κύκλος γαλανός προσηλώνει το μάτι μου και απορροφά το βλέμμα μου (Palam) |
    • απορροφούσε ολοένα ο ελληνισμός δυνάμεις καινούργιες (Theotokas) |
    • τα κέντρα αυτά αρχίζουν να απορροφούν όλους τους προικισμένους καλλιτέχνες (Theodorakis)
  • ③ swallow up, engulf, absorb (near-syn καταπίνω):
    • η πόλη απορροφά τους αγρούς |
    • ο κομμουνισμός απορροφά τα άλλα κόμματα |
    • η καινούργια Aνατολή έρχεται να απορροφήσει ό,τι βρει μπροστά της (Theotokas) |
    • η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, τον απορροφούσε (Venezis) |
    • η πλάνη απορρόφησε τη διάνοιά τους (Glinos, adapted) |
    • το δέρμα του πάνθηρος σκεπάζει το περίγραμμα του σκέλους, το απορροφάει αντί να το αναδείχνει (Karouzou)
  • ⓓ absorb, assimilate, integrate:
    • τ' απομεινάρια των ξένων αυτών λαών απορροφήθηκαν ολότελα από τον ελληνικό πυρήνα (Glinos) |
    • σχηματίζονται μυθολογικοί κύκλοι, που απορροφούν όλο και περισσότερους ήρωες από τις διάφορες περιοχές (Kakridis)
  • ④ absorb, employ (near-syn απασχολώ 1):
    • λίγες εκατοντάδες γλωσσομαθών υπαλλήλων μπορούν να απορροφηθούν στην Eλλάδα
  • ⓔ absorb, utilize, consume, expend (near-syn καταναλίσκω, τραβώ):
    • απορροφήθηκε η φετινή παραγωγή μήλων |
    • απορροφήθηκαν μερικές χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου |
    • οι αγορές του κόσμου όλου δεν μπορούν ν' απορροφήσουν την παραγωγή (Theotokas) |
    • δεν είμαστε σε θέση ν' απορροφήσουμε εξ ολοκλήρου 125 εκατομμύρια δολλάρια (Angelop) |
    • απορροφάται η αγοραστική δύναμη με το να πουλάμε περισσότερα προϊόντα σε Έλληνες αγοραστές (PSolomos)
  • ⓕ take up, use up, consume (near-syn αναλίσκω 1b, καταναλίσκω L, καταναλώνω):
    • ο εξοπλισμός απορροφά μεγάλα ποσά |
    • το πρόβλημα απερρόφησε ένα σημαντικό μέρος της δραστηριότητάς τους |
    • και μόνο τα χρέη, που τους φορτώνουν για το σπίτι, θα ήταν αρκετά ν' απορροφήσουν τις ώρες της μελέτης (Palaiologos) |
    • οι λίγες αυτές μέρες είναι απορροφημένες από την εντατική δουλειά ενός συνεδρίου (Thrylos)
  • ⑤ absorb, engross, preoccupy (syn απορουφώ 2):
    • την απορροφά το παιχνίδι, το σπιτικό της |
    • τον απορροφούν έγνοιες, έρευνες, μελέτες, σκοτούρες |
    • τον απορροφούν επαγγελματικές ασχολίες |
    • πρέπει να τον είχαν απορροφήσει σκέψεις για τη φυσική του θερμού και του ψυχρού (Papanoutsos) |
    • είμαι απορροφημένος από τα λεγόμενά της (Terzakis)
  • ⓖ mi απορροφώμαι be absorbed (by), engrossed (in) or preoccupied (w.) (syn προσηλώνομαι):
    • βυθιζόμαστε μέσα στις σελίδες του με τη διάθεση ν' απορροφηθούμε (Chatzinis) |
    • απορροφήθηκε να κοιτάζει χάμω το μάρμαρο (KPolitis)

[fr kath απορροφώ ← PatrG ← AG ἀπορροφῶ (-έω); cf ἀπορουφῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες