Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορροφητικότητα η [aporofitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του απορροφητικού: Xαρτί / ύφασμα με μεγάλη ~. || (μτφ.): H ~ ενός προϊόντος, η δυνατότητα να απορροφηθεί, να καταναλωθεί.
[λόγ. απορροφητικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορροφητικότητα [aporofitikótita] η, (L)
- ① absorbency, absorbability:
- σφουγγάρι με μεγάλη ~ |
- η ~ και η αραιωτική ικανότητα του Σαρωνικού μικραίνει
- ② fig ability to absorb and utilize or employ:
- μικρή ~ βιομηχανικών επενδύσεων |
- η διεθνής αγορά παρουσιάζει περιορισμένη ~ |
- τα είδη της μόρφωσης που δίνει το σχολείο πρέπει να αντιστοιχούν στην ~
[fr kath (neol Koumanoudis) απορροφητικότης, der of απορροφητικός]
- ① absorbency, absorbability: