Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορροφητικός -ή -ό [aporofitikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά τα υγρά: Tο στυπόχαρτο είναι απορροφητικό χαρτί. Aπορροφητικές πετσέτες για το πρόσωπο / πάνες για τα μωρά, με υψηλό βαθμό απορροφητικότητας. || Aπορροφητικά γυαλιά / κρύσταλλα, που απορροφούν ένα μέρος από την υπεριώδη ακτινοβολία.
απορροφητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. absorbant]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορροφητικός, -ή, -ό [aporofitikós] (L)
- ① pertaining to suction or absorption, absorbent, absorbing (near-syn αναρροφητικός, απομυζητικός):
- ~ άνθρακας, σωλήνας |
- απορροφητικές πετσέτες |
- απορροφητικό βαμβάκι, χαρτί |
- απορροφητική αντλία suction pump (syn αναρροφητική αντλία) |
- electr απορροφητικό διάφραγμα ήχου device used for absorbing sound, fader |
- ~ βόθρος leaching cesspool, absorbing well |
- μηχάνημα με μεγάλη απορροφητική ικανότητα
- ② fig absorbing, engulfing, assimilating (near-syn αφομοιώσιμος, αφομοιωτικός):
- ~ πολιτισμός, απορροφητικές κατακτήσεις |
- στην αντικομμουνιστική παράταξη δεν υπάρχουν κόμματα με την απορροφητική δύναμη του κομμουνισμού (Tsatsos) |
- η τρομερή απορροφητική δύναμη της Aμερικής εξαφάνισε κάθε ιδιοτυπία, κάθε ιδιομορφία (Venezis)
- ⓐ prone or tending to absorb or take in, absorbing, assimilative:
- απορροφητικό πνεύμα |
- πέρασε τα πιο απορροφητικά χρόνια της νιότης του ανασαίνοντας τον αέρα των βουνών (Karantonis) |
- θυμάμαι με πόσο απορροφητική διάθεση διάβαζα τα μυθιστορήματά του (Chatzinis)
- ⓑ taking up, absorbing, engrossing, consuming:
- τα καθήκοντα τούτα ήταν επιταχτικά και απορροφητικά του ενδιαφέροντος (Chourmouzios) |
- έχομε πιο επείγοντα και πιο απορροφητικά πράματα να σκεφθούμε (Ouranis) |
- το καφενείο ελληνικού τύπου είναι απορροφητικό του χρόνου και της παραγωγικής εργασίας; αναμφισβήτητα (Thrylos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απορροφητικός, der of kath απορροφητής]
- ① pertaining to suction or absorption, absorbent, absorbing (near-syn αναρροφητικός, απομυζητικός):