Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορροφητήρας ο [aporofitíras] Ο2 : γενική ονομασία συσκευών που χρησιμοποιούνται για απορρόφηση. || (ειδικότ.) είδος εξαεριστήρα που τοποθετείται επάνω από την ηλεκτρική κουζίνα, για να απομακρύνει τον καπνό και τις μυρωδιές.
[λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. absorber & γαλλ. aspirateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορροφητήρας [aporofitíras] ο, (L)
- device used for sucking or drawing off (fluids, gases etc), absorber:
- ~ κουζίνας exhaust fan (syn αναρροφητήρας 1) |
- car~ βενζίνης vacuum tank |
- ~ δονήσεων shock absorber, dampener |
- med & surg suction tube απορροφητήρες τους ρούφηξαν το αίμα, σφουγγάρια τους αφαίρεσαν το χρώμα (Palaiologos) |
- παραλαμβάνουμε το μίγμα με γυάλινο απορροφητήρα (Louros, adapted)
- ⓐ fig leech:
- τα βάνουμε με τον αθηναϊκό απορροφητήρα, που αποστραγγίζει τους χυμούς του πνεύματος και της τέχνης (Palaiologos)
[fr kath (neol) απορροφητήρ, der of απορροφώ]
- device used for sucking or drawing off (fluids, gases etc), absorber: