Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορροφημένος, -η, -ο [aporofiménos] (L)
- engrossed or absorbed (in), preoccupied (w.), enraptured (by) (syn απασχολημένος 3, προσηλωμένος):
- απορροφημένο ύφος |
- ~ στο διάβασμα, στη μελέτη |
- ~ από την αγάπη, τη γοητεία, την ομορφιά |
- ~ από τις δουλειές, τις σκέψεις, τις σκοτούρες του |
- μοιάζει, προσεύχεται ~ |
- η αδερφή του ήταν ολότελα απορροφημένη από την εκκλησία (Thrylos) |
- ξεχνιότανε ονειροπαρμένη, απορροφημένη από τη σιωπηλή μουσική (Theotokas) |
- περπατούσαν απορροφημένες σε ασήμαντες λεπτομέρειες (Moatsou-V)
[ppp of απορροφώ]
- engrossed or absorbed (in), preoccupied (w.), enraptured (by) (syn απασχολημένος 3, προσηλωμένος):