Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορρίπτω [aporípto] -ομαι Ρ αόρ. απέρριψα και (σπάν.) απόρριψα, απαρέμφ. απορρίψει, παθ. αόρ. απορρίφθηκα, απαρέμφ. απορριφθεί : 1α.αρνούμαι να αποδεχτώ, να δεχτώ: Παρόλο που είχε ανάγκη, απέρριψε όλες τις προσφορές βοήθειας. H κυβέρνηση απέρριψε το διάβημα της γειτονικής χώρας. β. δεν εγκρίνω κτ.: ~ την αίτηση / το αίτημα. Aπορρίφθηκε το νομοσχέδιο που κατατέθηκε από την αντιπολίτευση. Aπορρίφθηκαν οι προτάσεις, γιατί κρίθηκαν ανεδαφικές. Tο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση / την προσφυγή. 2. (για διαδικασίες επιλογής, εξετάσεις, διαγωνισμούς κτλ.) κρίνω πως κάποιος δεν έχει τα απαιτούμενα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις να προαχθεί, να γίνει δεκτός σε εισιτήριες εξετάσεις κτλ.: Ο μαθητής / ο φοιτητής απορρίφθηκε στις εξετάσεις. 3. (ιατρ.) αποβάλλω: Ο οργανισμός του απέρριψε γρήγορα το μόσχευμα, δεν το αφομοίωσε στη λειτουργία του.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἀπορρίπτω· 1β: σημδ. γαλλ. rejeter· 2: σημδ. γαλλ. recaler· 3: σημδ. αγγλ. reject]
[Λεξικό Κριαρά]
- απορρίπτω.
-
- 1) Περιφρονώ κάπ., αδιαφορώ για κάπ.:
- (Πένθ. θαν. 423).
- 2) Aναθέτω τη φροντίδα κάπ. πράγματος (σε τρίτον):
- επί τῳ Θεῴ απέρριψα τούτο (Xειλά, Xρον. 357).
- 3) (Ιδιάζ. χρ., προκ. για ιέρακα) φρ. απορρίπτει εαυτόν εκ της χειρός = δε μένει στο χέρι (εκείνου που τον κρατεί):
- (Oρνεοσ. αγρ. 5676).
[αρχ. απορρίπτω. H λ. και σήμ.]
- 1) Περιφρονώ κάπ., αδιαφορώ για κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορρίπτω [aporípto] ipf απέρριπτα, aor απόρριψα (& απέρριψα; subj απορρίψω), pf & plupf έχω-είχα απορρίψει, pass απορρίπτομαι, aor απορρίφθηκα (& απορρίφτηκα; subj απορριφθώ & απορριφτώ), (L)
- ① get rid of, jettison, dump, discard (syn απορίχνω 1):
- naut ~ |
- ~ ένα σύντροφο |
- τα νεανικά μέλη σαν αδειανός θώρακας απορρίπτονται από την ψυχή (Kanellop) |
- για να φιλοσοφήσει κανείς ορθώς, πρέπει πρώτα ν' απορρίψει τις προλήψεις από το νου του (Theodorakop) |
- ο ήρωας απορρίπτει το φορτίο της υποψίας αποπάνω του (Maronitis)
- ② turn down, reject, dismiss, repudiate (syn αποκρούω 2, αποποιούμαι, απορίχνω 2b, ant αποδέχομαι 2):
- ~ μια ιδέα, σκέψη, υπόθεση |
- ~ ένα πρόγραμμα, σχέδιο |
- ~ εντολές, κανόνες |
- ~ τον έρωτα, την ηδονή, τη λογική, την ομορφιά |
- ~ την αστρολογία, τον ιστορικό υλισμό |
- ~ κτ με αγανάχτηση, χωρίς συζήτηση |
- η πρότασή του απορρίφτηκε |
- τόσο αφοσιώθηκε στο εθνικό αυτό έργο, που απόρριψε θέσεις, τίτλους, μισθούς κλ (Melas) |
- την αξίωση αυτή την απορρίπτει η θετική εξέταση απόλυτα (Lambridi) |
- σπάνια ο κυνηγός απορρίπτει το θήραμά του (Potaminos) |
- οι σύγχρονοι συγγραφείς απορρίπτουν τη μυθική χρήση της γλώσσας (Dizikirikis) |
- poem ζύγισα, λίκνισα όλες τις λέξεις, | τις απόρριψα όλες (Vrettakos)
- ⓐ law dismiss, disallow overrule (ant αποδέχομαι 3, εγκρίνω):
- ~ μια αγωγή, ένσταση, έφεση, υπόθεση |
- ~ μια μαρτυρία
- ⓑ rule out, preclude (syn αποκλείω 1b):
- το συμπέρασμα αυτό δεν απορρίπτει την ύπαρξη άλλων επιδράσεων (Poulianos)
- ③ reject (s.o. or sth) as deficient, fail s.o. (in examinations etc), flunk (syn κόβω, ant περνώ):
- τον απέρριψαν στο πολυτεχνείο |
- απερρίφθη μετά πολλών επαίνων |
- τα ποιήματά του απορρίφτηκαν στο διαγωνισμό |
- δεν αισθάνεσαι τύψεις που έγινες αιτία να απορριφτεί ο φίλος σου; (Papanoutsos) |
- εφόσον τέταρτη φορά απορρίπτεσαι στις εξετάσεις, αυτό σημαίνει ότι είσαι κουμπούρας (Psathas)
[fr kath απορρίπτω ← MG ← K (also pap), AG; cf απορίχνω]
- ① get rid of, jettison, dump, discard (syn απορίχνω 1):