Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορρέω [aporéo] Ρ αόρ. απέρρευσα, απαρέμφ. απορρεύσει : α.έχω την αρχή μου κάπου, προέρχομαι, πηγάζω από κάπου: Tο δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών απορρέει από το σύνταγμα. β. προκύπτω, συνάγομαι: Aπό όσα διαπιστώθηκαν, απορρέει ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη.
[λόγ. < αρχ. ἀπορρέω `ξεπηγάζω (για κτ. υγρό)΄ & σημδ. γαλλ. découler, émaner]
[Λεξικό Κριαρά]
- απορρέω.
-
- Περνώ, φεύγω:
- (Δούκ. 7126).
[αρχ. απορρέω. H λ. και σήμ.]
- Περνώ, φεύγω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορρέων, -ουσα, -ον [aporéon] (L)
- deriving, emanating, stemming (fr) (syn πηγάζων, προερχόμενος, προκύπτων):
- είναι σκοτεινές δυνάμεις απορρέουσες από αυτοκυβέρνητα ένστικτα (Panagiotop) |
- (μιλούμε για) ποίηση απορρέουσα από θανάσιμες αγωνίες (Spandonidis)
[fr kath απορρέων, prp of απορρέω]
- deriving, emanating, stemming (fr) (syn πηγάζων, προερχόμενος, προκύπτων):