Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορημένος, -η, -ο [aporiménos] (& απορεμένος)
- wondering, bewildered, surprised, puzzled (syn άπορος2 2, παραξενεμένος):
- απορημένη ματιά |
- απορημένα μάτια, πρόσωπα |
- δείχνει, στέκεται, φαίνεται ~ |
- αποκρίθηκε, έφυγε, κοίταξε, ρώτησε ~ |
- έφευγε τρεχάτος, αφήνοντας άναυδη κι απορημένη τη φτωχή καμαριέρα (Xenop) |
- είχε μια ψυχραιμία, που άφηνε τους άλλους απορημένους (Akritas) |
- έσκυψε τ' αστέρι, κοίταξε μέσα και διάβηκε πέρα απορεμένο (Panagiotop) |
- οι γάτες έφερναν βόλτα, πολύ απορημένες που δεν έφαγαν το καθημερινό τους φλεμόνι (Karagatsis)
[fr MG απορημένος, ppp of απορώ]
- wondering, bewildered, surprised, puzzled (syn άπορος2 2, παραξενεμένος):