Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπυρηνικοποιημένος, -η, -ο [apopirinikopiiménos] (L)
- fr whom or which all nuclear weapons have been removed, nuclear-free, denuclearized (syn αποατομικοποιημένος, αποπυρηνοποιημένος):
- επανέλαβε την ανάγκη μετατροπής των Bαλκανίων σε αποπυρηνικοποιημένη ζώνη
[ppp of *αποπυρηνικοποιώ]
- fr whom or which all nuclear weapons have been removed, nuclear-free, denuclearized (syn αποατομικοποιημένος, αποπυρηνοποιημένος):