Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπυρηνικοποιημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπυρηνικοποιημένος, -η, -ο [apopirinikopiiménos] (L)
  • fr whom or which all nuclear weapons have been removed, nuclear-free, denuclearized (syn αποατομικοποιημένος, αποπυρηνοποιημένος):
    • επανέλαβε την ανάγκη μετατροπής των Bαλκανίων σε αποπυρηνικοποιημένη ζώνη

[ppp of *αποπυρηνικοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες