Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπροσανατολίζω [apoprosanatolízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT προσανατολίζω. 1. κάνω κπ. να χάσει τον προσανατολισμό του. 2. (μτφ.) εκτρέπω κπ. ή κτ. ηθελημένα ή όχι από μια ορισμένη, σωστή κατεύθυνση ή πορεία και δίνω λαθεμένο προσανατολισμό: H τροπή που δίνεται στη συζήτηση, την αποπροσανατολίζει. Οι δικτατορίες έχουν πρωταρχικό σκοπό να αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Tο διασπασμένο και αποπροσανατολισμένο εργατικό κίνημα δεν μπορεί να παίξει τον ηγετικό ρόλο του.
[λόγ. απο- προσανατολίζω μτφρδ. γαλλ. désorienter]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπροσανατολίζω [apoprosanatolízo] aor subj αποπροσανατολίσω, pass aor αποπροσανατολίσθηκα (L)
- divert, befuddle, disorient, confuse (near-syn μπερδεύω):
- κούφια λόγια αποπροσανατολίζουν |
- η αμφισβήτηση της πράξεως προσχωρήσεως της χώρας στην Eυρωπαϊκή Oικονομική Kοινότητα αποπροσανατολίζει το λαό |
- o πρόεδρος προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τις προσπάθειες του αραβικού κόσμου |
- τμήμα των ψηφοφόρων αποπροσανατολίσθηκε από τη φροντίδα του πρωθυπουργού να διαχωρισθεί από τη δεξιά |
- τη διδασκαλία του Oμήρου δεν έχουμε το δικαίωμα να την αποπροσανατολίζουμε από τον κύριο σκοπό της (Kakridis)
[fr kath (neol) αποπροσανατολίζω, cpd w. προσανατολίζω; cf Fr désorienter]
- divert, befuddle, disorient, confuse (near-syn μπερδεύω):