Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπομπή η [apopombí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπέμπω· απομάκρυνση, διώξιμο: H ~ του υπουργού από την κυβέρνηση προκάλεσε πολλά σχόλια. Διατάχθηκε η άμεση ~ του από την υπηρεσία.
[λόγ. < ελνστ. ἀποπομπή, αρχ. σημ.: `αποτροπή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπομπή [apopombí] η, (L)
- dismissal, expulsion, ouster (syn αποβολή 1, απόλυση 2, διώξιμο):
- ~ του πρωθυπουργού, του υπαλλήλου |
- ~ του ξένου πρεσβευτή από τη χώρα |
- δεν έπεσε η δικτατορία μετά την ~ της από το Συμβούλιο της Eυρώπης |
- τον εγκατέστησαν σε κάποιο κολχόζ ύστερα από την ~ του από την ηγεσία του κόμματος |
- ακολούθησε η ~ από τον Bενιζέλο των δύο κυριοτέρων οικονομικών συνεργατών του |
- πώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί η άμεση ~ του I. από το κολέγιο; (Tsirpanlis)
[fr kath αποπομπή ← PatrG, K (also pap), AG]
- dismissal, expulsion, ouster (syn αποβολή 1, απόλυση 2, διώξιμο):