Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποποιούμαι [apopiúme] Ρ10.9β : (λόγ.) δεν αποδέχομαι, δε δέχομαι, αρνούμαι: α. κτ. που μου προσφέρεται, που μου προτείνεται: ~ την πρόσκληση / τη βοήθεια / τη φιλία κάποιου. Ο συγγραφέας αποποιήθηκε το βραβείο. Tο ίδρυμα αποποιήθηκε τη δωρεά. β. κτ. που μου αποδίδεται, που μου επιρρίπτεται: ~ κάθε ευθύνη / κατηγορία.
[λόγ. < ελνστ. ἀποποιοῦμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποποιούμαι [apopiúme] αποποιείται, ipf αποποιόμουν, aor αποποιήθηκα (subj αποποιηθώ), pf & plupf έχω-είχα αποποιηθεί, (L)
- turn down, decline, reject, rebuff (syn απαρνιέμαι 1b, απεμπολώ 2, αποκρούω 2, απορρίπτω):
- ~ το λειτούργημα, το παράσημο, την πρόσκληση |
- ~ τα δικαιώματά μου |
- δεν ~ τις ευθύνες, τις μεταρρυθμίσεις |
- ο βασιλιάς αποποιείται την παραίτηση του πρωθυπουργού |
- αποποιήθηκε τον τίτλο του βασιλιά |
- αποποιούνται να ζήσουν στη πόλη |
- οι θίασοι των νέων αποποιούνται την επιμελημένη σκηνοθεσία |
- η γειτονική χώρα έχει επανειλημμένα αποποιηθεί προσπάθειες για να γίνει συνένωση των δύο τομέων |
- όταν ένας από τους δημοσιογράφους περιέφερε το κουτί με τα μπισκότα, όλοι αποποιήθηκαν, σαν άνθρωποι παραχορτασμένοι (Ouranis) |
- δεν αποτελεί δωρεά το ν' αποποιηθεί κάποιος σε όφελος άλλου μια κληρονομιά (Christidis AK) |
- μου προτείνανε ένα μεγάλο κρεβάτι κ' εγώ τ' αποποιόμουν (Tsirkas, adapted)
[fr kath αποποιούμαι ← PatrG, K (also pap) ἀποποιῶ (-έω)]
- turn down, decline, reject, rebuff (syn απαρνιέμαι 1b, απεμπολώ 2, αποκρούω 2, απορρίπτω):