Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποποινικοποιώ [apopinikopió] -ούμαι Ρ10.9 : αίρω, καταργώ το αξιόποινο μιας πράξης. ANT ποινικοποιώ: Aποποινικοποιήθηκε η άμβλωση. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η χρήση ελαφρών ναρκωτικών πρέπει να αποποινικοποιηθεί.
[λόγ. απο- ποινικοποιώ μτφρδ. γαλλ. décriminaliser]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποποινικοποιώ [apopinikopió] αποποινικοποιεί, pass αποποινικοποιούμαι, aor subj αποποινικοποιηθώ, (L)
- decriminalize:
- είναι καιρός να αποποινικοποιηθεί η πράξη αυτή
[neol, cpd w. ποινικοποιώ; cf Eng decriminalize]
- decriminalize: