Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποποινικοποίηση η [apopinikopíisi] Ο33 : η άρση, η κατάργηση του αξιόποινου μιας πράξης. ANT ποινικοποίηση: Zητήθηκε η ~ της άμβλωσης / της χρήσης των ελαφρών ναρκωτικών.
[λόγ. αποποινικοποιη- (αποποινικοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποποινικοποίηση [apopinikopíisi] η, (L)
- decriminalization (ant ποινικοποίηση):
- είναι αναγκαία η κατάργηση του σχετικού νόμου και η ~ του αδικήματος της μοιχείας |
- με την ~ της μοιχείας θα σταματήσει πια ο νυκτερινός διασυρμός των μοιχών
[neol, cpd w. ποινικοποίηση or der of αποποινικοποιώ; cf Eng decriminalization]
- decriminalization (ant ποινικοποίηση):