Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποποίηση η [apopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποποιούμαι, η άρνηση: ~ πρόσκλησης / προσφοράς / βραβείου / δωρεάς. ~ ευθυνών.
[λόγ. < ελνστ. ἀποποίη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποποίηση [apopíisi] η, (L)
- turning down, renunciation, abandonment (syn απόρριψη, near-syn απάρνηση 1):
- ~ κληρονομιάς, προσφοράς |
- ταπεινωτική ~ της φιλίας |
- το τελεσίγραφο απαιτούσε την ~ των μεταρρυθμίσεων, που είχε προγραμματίσει το κόμμα |
- η αποδοχή κ' η ~ γίνουνται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς (Christidis AK)
[fr kath αποποίησις ← AG]
- turning down, renunciation, abandonment (syn απόρριψη, near-syn απάρνηση 1):