Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπνικτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπνικτικός -ή -ό [apopniktikós] & αποπνιχτικός -ή -ό [apopnixtikós] Ε1 : που προκαλεί, που επιφέρει αναπνευστικές δυσκολίες· πνιγηρός: Tα καυσαέρια / οι οσμές δημιουργούν αποπνικτική ατμόσφαιρα. αποπνικτικά & αποπνιχτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απο- πνικ- (πνίγω) -τικός μτφρδ. γαλλ. suffocant· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπνικτικός, -ή, -ό [apopniktikós] (& D αποπνιχτικός)
  • ① suffocating, stifling, choking (syn ασφυκτικός, πνιγερός):
    • ~ αέρας, βήχας, βρόχος, καπνός |
    • αποπνικτική ατμόσφαιρα, βλάστηση, ζέστη, σκόνη |
    • αποπνικτική δυσοσμία |
    • αποπνικτικό καλοκαίρι |
    • από τον καθαρόν αέρα του βουνού θα βρεθείς στο κελί το αποπνιχτικό (Palam) |
    • διερράγησαν μερικά φιαλίδια με υγρά, από τα οποία αναδόθηκαν αποπνικτικές αναθυμιάσεις (Palaiologos)
  • ② fig stifling, suffocating, oppressive, repressive (syn ασφυκτικός, near-syn καταπιεστικός):
    • αποπνικτική ζωή, μοίρα, σιωπή, τυποποίηση, τυραννία |
    • αποπνικτικά πλαίσια |
    • αποπνικτικό αστικό περιβάλλον |
    • θέλησε ν' αποσπάσει τη φιλοσοφία απ' το αποπνικτικό αγκάλιασμα της θεολογίας (Evelpidis) |
    • από την αποπνικτική αυτή εικόνα της χωριάτικης ζωής, που παρουσιάζει, διακρίνεται η συμπάθειά του κλ (Sachinis) |
    • είναι καιρός η τέχνη να γλυτώσει απ' αυτό τον αποπνιχτικό ρεαλισμό (Papanoutsos) |
    • καταλάβαινε τη βαθιά και αποπνικτική παρουσία του θανάτου (MNikolaidis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποπνικτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες