Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπνίγω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποπνίγω.
  • Πνίγω, πνίγω εντελώς:
    • (Zήν. B´ 397).

[<πρόθ. από + πνίγω, αν δεν πρόκ. για το αρχ. αποπνίγω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπνίγω [apopníγo] ipf απόπνιγα, aor απόπνιξα (& απέπνιξα; subj αποπνίξω), pf & plupf έχω-είχα αποπνίξει, mediop αποπνίγομαι, aor subj αποπνιγώ, (L)
  • ① suffocate s.o., choke (syn πνίγω):
    • στρατιώτες βάζουν βαμβάκι με βενζίνα στα στόματα των βρεφών, τ' ανάβουν και τ' αποπνίγουν (ChZalokostas) |
    • poem τ' απόπνιξεν η ζέστη κι ο μπουχός (Athanas)
  • ⓐ fig stifle, choke, smother, repress (syn καταπνίγω, πνίγω):
    • η φλυαρία και η απεραντολογία αποπνίγουν κάθε πνευματική ενέργεια του μαθητή (APapageorgiou) |
    • όλα αυτά τα απολησμονούσε, λες και τ' απόπνιγε μέσα του (Levantas) |
    • η αναστάτωση είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των θεμάτων, που απέπνιξαν την κοινοτική αυτονομία (Vacalop) |
    • σιγά σιγά τον είχαν αποπνίξει με την αστείρευτη λατρεία τους (Theotokas)
  • ② mi αποπνίγομαι intr suffocate, choke (syn πνίγομαι):
    • φαντάζεται την κάθε στιγμή πως θ' αποπνιγεί (Panagiotop)

[fr postmed αποπνίγω ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες