Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπνέω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπνέω [apopnéo] Ρ αόρ. απέπνευσα, απαρέμφ. αποπνεύσει : 1.αναδίνω οσμή ευχάριστη ή δυσάρεστη· μυρίζω: Tην άνοιξη η εξοχή αποπνέει μεθυστικά αρώματα. Tο πτώμα αποπνέει χαρακτηριστική δυσοσμία. 2. (μτφ.) κυριαρχούμαι, χαρακτηρίζομαι από κτ. και το εκπέμπω, το διαχέω ως εντύπωση, ως αίσθηση: Tα έργα του συγγραφέα αποπνέουν αισιοδοξία. Tο νομικό πλαίσιο για την οικογένεια αποπνέει συντηρητισμό και οπισθοδρομικότητα. Tο πρόσωπό του αποπνέει ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη.

[λόγ. < αρχ. ἀποπνέω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπνέω [apopnéo] ipf απόπνεα (& απέπνεα), (L)
  • ① give off (vapor, fume etc), send forth, emit, exhale (near-syn αναδίνω A2a, αναπέμπω 2):
    • αποπνέει άρωμα, μύρο |
    • ο κήπος αποπνέει ανάσα από γεράνι και δάφνη (Petsalis, adapted) |
    • να προστατευτούν από την υγρασία, που αποπνέουν τα κοντινά έλη (Theotokas) |
    • αποπνέει δυσοσμία |
    • σιχαινόμουν το ίδιο μου το σώμα για την οσμή της απλυσιάς που απέπνεε (Ouranis)
  • ⓐ give off an odor of, smell of (near-syn μυρίζω):
    • αποπνέει κρασί |
    • αποπνέει θάνατο, χολέρα |
    • τα πάρκα της πόλης αποπνέουν την άνοιξη (Athanasiadis-N)
  • ② fig cause to emanate, exude, effuse, reek of (near-syn αναδίνω A2b, αποστάζω 2, βγάζω):
    • αποπνέει αισιοδοξία, ευτυχία, μελαγχολία, πλήξη |
    • αποπνέει αγαθότητα, εγωισμό, ειλικρίνεια, στοργή, τρυφερότητα |
    • αποπνέει ανθρωπισμό, ευλάβεια, θρησκευτικότητα, μακαριότητα, σοφία |
    • αποπνέει γοητεία, ερωτισμό, μαγεία |
    • αποπνέει επιτήδευση, πρωτοτυπία |
    • αποπνέει αίσθηση ζωής, μοναξιάς |
    • η πλατεία αποπνέει ένα ασύγκριτο μεγαλείο (KParaschos) |
    • οι θεσμοί της διοικήσεως της εκκλησίας αποπνέουν το δημοκρατικό πνεύμα των ελληνικών πόλεων (Tatakis, adapted) |
    • μας αφήκε τα δυο περίφημα πορτρέτα, που αποπνέουν ηδονή (Papantoniou) |
    • περιμένεις να βρεις τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα του θανάτου, που αποπνέει ο μεσαίωνας (Venezis)
  • ⓑ give out an aura or impression of, exhibit the characteristics of:
    • αποπνέει μεσαίωνα, κλασική αρχαιότητα |
    • την ερημιά την αποπνέει ο ίδιος ο χώρος (Venezis) |
    • μας καλούν να δώσουμε κείμενα που να μην αποπνέουν κιμωλία, μαυροπίνακα και θρανίο (Palaiologos) |
    • άλλα θέματα αποπνέουν το σάλο και τα πάθη της κοινωνίας (Tatakis)

[fr kath αποπνέω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες