Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπληρώνω [apopliróno] -ομαι Ρ1 : εξοφλώ οφειλόμενο χρέος· ξεπληρώνω: Tο χρέος πρέπει να αποπληρωθεί σύντομα.
[λόγ. < ελνστ. ἀποπληρ(ῶ) `πληρώνω χρέος΄ -ώνω, αρχ. σημ.: `συμπληρώνω΄ (πρβ. και μσν. αποπληρώνω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπληρώνω· αποπλερώνω.
-
- 1)
- α) Kαθιστώ κ. πλήρες, ολοκληρώνω, τελειώνω:
- αποπλήρωσαν … οι αποκρισάροι το όσον είχασι να ειπούν (Xρον. Mορ. H 6459· Λίβ. N 1283)·
- β) (προκ. για οικοδομή) αποπερατώνω, τελειώνω το χτίσιμο:
- αποπλήρωσε το κάστρον Xλουμουτσίου (Xρον. Mορ. H 2656)·
- γ) (ενεργ. και μέσ., αμτβ.) ολοκληρώνομαι και τελειώνω, παρέρχομαι:
- Eλίγεψεν η ταραχή, η ζάλη απεπληρώθη (Λίβ. N 1200)·
- αποπληρώσασιν οι χαρές όπου είχα (Πόλ. Tρωάδ. 7208· Λίβ. Sc. 227).
- α) Kαθιστώ κ. πλήρες, ολοκληρώνω, τελειώνω:
- 2)
- α) Eκτελώ, πράττω, ικανοποιώ:
- απεπλήρωσεν όλα τά προσετάχθην (Λόγ. παρηγ. O 308)·
- β) εκτελώ:
- να αποπληρώσουσιν τες συμφωνίες όπου είχαν (Xρον. Mορ. H 410).
- α) Eκτελώ, πράττω, ικανοποιώ:
- 3) (Eνεργ. και μέσ.) (προκ. για χρονικό διάστημα) περνώ, συμπληρώνομαι:
- (Λίβ. Sc. 890).
- 4)
- α) (Προκ. για χρήματα) πληρώνω:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 276)·
- β) συμπληρώνω, πληρώνω το υπόλοιπο χρηματικό ποσό:
- (Φορτουν. E´ 74).
- α) (Προκ. για χρήματα) πληρώνω:
- 5) Ξεπληρώνω (μεταφ.):
- (Θησ. (Foll.) I 47), (Xρον. Tόκκων 1550).
- 6) (Mεταφ.) επουλώνω ψυχικό τραύμα, ικανοποιώ και καταπραΰνω ερωτικό πόνο:
- να αποπληρώσω τον πόνον του Λιβίστρου (Λίβ. Esc. 3397).
[αρχ. αποπληρόω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπληρώνω [apopliróno] (L) (& D αποπλερώνω), aor αποπλήρωσα (subj αποπληρώσω), mediop αποπληρώνομαι, aor subj αποπληρωθώ, pf & plupf έχω-είχα αποπληρωθεί
- ① carry through, complete (syn ολοκληρώνω, συμπληρώνω):
- ζητάει να εισπράξει κέρδη από εργασίες, που δεν έχουν αποπληρωθεί (PSolomos)
- ⓐ mi αποπληρώνομαι fig become complete, develop fully, grow up (syn ολοκληρώνομαι):
- δύο ανθρώπινα όντα με διαφορετικό εσωτερικό βίο, ας έχουν αποπληρωθεί και γεράσει μέσα στο ίδιο σπίτι, ζουν σε διαφορετικούς υπαρξιακούς χρόνους (Papanoutsos)
- ② fulfil, satisfy (syn ικανοποιώ):
- η ενότητα αυτή είναι ικανή ν' αποπληρώσει τις βαθύτερες πνευματικές απαιτήσεις μας (Panagiotop, adapted) |
- επιδίωξη της τέχνης δεν είναι μόνο ν' αποπληρωθεί ή ν' αναπληρωθεί η ζωή μας μ' ένα πνευματικό έργο (Papanoutsos)
- ③ finish paying, pay off (syn ξεπληρώνω):
- δεν αποπλέρωσε τα δανεικά ακόμη |
- εξαρτάται .. αν δεχτεί αυτός να μας στείλει κι άλλο πράμα πριν του αποπληρώσουμε τούτο δω (Xenop) |
- το χρέος μου απέναντί του τίποτα δεν μπορεί να το πει, πολύ λιγότερο να το αποπληρώσει (Andronikos)
[fr postmed, MG αποπληρώνω ← PatrG, K (also pap), AG ἀποπληρῶ (-όω)]
- ① carry through, complete (syn ολοκληρώνω, συμπληρώνω):