Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπληρωμή η [apopliromí] Ο29 : η εξόφληση οφειλόμενου χρέους: Πληρώνει δόσεις μέχρι την ~ του χρέους.
[λόγ. αποπληρώ(νω) -μή κατά το σχ.: πληρώνω - πληρωμή]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπληρωμή η· αποπλερωμή.
-
- 1) Ολοκλήρωση, εκπλήρωση, τελείωμα:
- το κακόν οπού είχεν βάλει εις το νουν του να κάμει ηθέλησε ότι να έλθει εις αποπληρωμήν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 243v).
- 2) Εξόφληση:
- έδωκεν … υπέρπυρα … ογιά τέλειαν αποπλερωμή του … αμπελίου (Βαρούχ. 13121).
[<αποπληρώνω + κατάλ. ‑μή. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 15. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Ολοκλήρωση, εκπλήρωση, τελείωμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπληρωμή [apopliromí] η, (L) (& D αποπλερωμή)
- paying off, acquittance (syn εξόφληση L, ξεπλήρωμα):
- ~ δανείου, χρεών |
- η καταβολή διοδίων σκοπεύει στην ~ του κόστους μιας οδικής αρτηρίας |
- η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή πραγματοποιείται όταν εκπληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος (Christidis AK)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποπληρωμή, der of αποπληρώ]
- paying off, acquittance (syn εξόφληση L, ξεπλήρωμα):