Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπλανώ [apoplanó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : με δόλο, με απάτη ή με τεχνάσματα ξεγελώ, παρασύρω κπ. σε σεξουαλική πράξη: Tη μέθυσαν και την αποπλάνησαν. || (ειδικότ.) ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανήλικου ή πνευματικά ανάπηρου ατόμου: Mε διάφορα τεχνάσματα παρέσυρε τη μαθήτρια και την αποπλάνησε.
[λόγ. < αρχ. ἀποπλανῶ `οδηγώ έξω απ΄ το θέμα΄ σημδ. γαλλ. détourner]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπλανώ.
-
- (Μέσ.) χάνω το δρόμο μου:
- (Φυσιολ. (Zur.) XLVII10).
[αρχ. αποπλανάω. Η λ. και σήμ.]
- (Μέσ.) χάνω το δρόμο μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπλανώ [apoplanó] αποπλανάει, & αποπλανά), aor αποπλάνησα (subj αποπλανήσω), pf & plupf έχω-είχα αποπλανήσει, mediop αποπλανώμαι, aor αποπλανήθηκα (subj αποπλανηθώ), (L)
- lead astray, mislead, deceive (syn αποπλανεύω):
- ο ξιφιός ξέρει ν' αποπλανήσει τον οχτρό (Bastias) |
- οι απέραντοι διάδρομοι, οι ομοιότητες που αποπλανούν, κάνουν τον προσανατολισμό δύσκολο (Papantoniou) |
- όταν πρόκειται για την αξιολόγηση της ζωής, η πείρα συχνά αποπλανάει τον άνθρωπο (Theodorakop) |
- τον νυμφίο της εκκλησίας σάς παρουσίασαν ως νυμφίο σας, αυτοί που σας αποπλάνησαν από τους φυσικούς δρόμους (Palaiologos)
- ① seduce, debauch, abuse (syn απατώ 2, near-syn διαφθείρω L, ξελογιάζω):
- σάτυρος αποπλάνησε δέκα κορίτσια |
- την E. τουλάχιστον την είχε αποπλανήσει ο σατανάς (Palam) |
- δεν ήτανε κανένα κοριτσάκι για να τον καταγγείλει πως την αποπλάνησε (Kokkinos)
- ② mi αποπλανώμαι go astray, stray (syn περιπλανώμαι):
- για μια στιγμή είχα υποθέσει ότι αποπλανηθήκατε μέσα στο δάσος (Nirvanas)
[fr kath αποπλανώ ← MG (αποπλανώμαι) ← K (also pap), AG ἀποπλανῶ]
- lead astray, mislead, deceive (syn αποπλανεύω):