Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπλέω [apopléo] Ρ αόρ. απέπλευσα, απαρέμφ. αποπλεύσει : (για πλοίο) αναχωρώ, απομακρύνομαι από το λιμάνι, από την ακτή· σαλπάρω. ANT καταπλέω: Tο πλοίο θα αποπλεύσει αύριο το πρωί.
[λόγ. < αρχ. ἀποπλέω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπλέω [apopléo] αποπλέει, aor απέπλευσα (subj αποπλεύσω), (L) naut
- set sail, put out to sea, leave harbor, sail (syn ανάγομαι B2, απαίρω L, εκπλέω L, σαλπάρω):
- ο στόλος απέπλευσε |
- τις ώρες εκείνες αναγκάζεται ν' αποπλεύσει από το λιμάνι της Πύλου ο τελευταίος δεσπότης του Mορέως (Vacalop) |
- ο Λ. αναλαμβάνει την κυβέρνηση του "Nηρέα"· και αποπλέει για τη Λέρο (Karagatsis) |
- καπνοί καραβιών που αποπλέουν ανεβαίνουν στο φωτεινό ορίζοντα (Ouranis)
[fr kath αποπλέω ← K (also pap), AG]
- set sail, put out to sea, leave harbor, sail (syn ανάγομαι B2, απαίρω L, εκπλέω L, σαλπάρω):