Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπλάνηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπλάνηση η [apoplánisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπλανώ: Tον συνέλαβαν για ~ ανηλίκου. H ~ ανηλίκου τιμωρείται αυστηρά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποπλάνη(σις) -ση `πε ριπλάνηση΄, αρχ. σημ.: `παρέκβαση στο λόγο΄ σημδ. γαλλ. détournement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπλάνηση [apoplánisi] η, (L)
  • ① deception, deceit (syn αποπλάνεμα):
    • (ο συνταγματάρχης Γ. ήταν) νικητής στη μάχη, νικητής στην ~ του πολέμιου (Palaiologos)
  • ⓐ unlawful enticement (of minor, unmarried woman or retarded person) to sexual act, seduction (near-syn ξελόγιασμα):
    • δίκη για ~ |
    • δικάστηκε με την κατηγορία αποπλάνησης ανηλίκου |
    • παρουσιάζεται σαν σωτηρία των φτωχών κοριτσιών από την ~ και το σωματεμπόριο (Melas)
  • ② astr illusory change in the position of stars caused by the motion of light and the motion of the earth, aberration
  • ⓑ phys failure of lens (mirror etc) to produce exact correspondence between object and image (due to deviation of light rays fr a single focus), aberration:
    • σφαιρική ~ spherical aberration |
    • χρωστική ~ chromatic aberration

[fr kath αποπλάνησις ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες