Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπερατώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπερατώνω [apoperatóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) φέρνω κτ. σε πέρας, αποτελειώνω κτ. που έχει αρχίσει: ~ τη συγγραφή ενός βιβλίου. Tο νέο μεγάλο ξενοδοχείο δεν έχει αποπερατωθεί ακόμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀποπερα τ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπερατώνω [apoperatóno] aor αποπεράτωσα (subj αποπερατώσω), pass 3sg αποπερατώνεται, aor αποπερατώθηκε (subj αποπερατωθεί), pf & plupf έχει-είχε αποπερατωθεί, (L)
  • finish, complete (syn αποτελειώνω, Alb περατώνω, συμπληρώνω):
    • αποπεράτωσε τις σπουδές του |
    • αποπερατώθηκε ο ναός, το έργο τέχνης |
    • η φύση συνηθίζει να αποτελειώνει, να αποπερατώνει τα έργα της (Potamianos) |
    • έχουν σπαρακτική υποβλητικότητα τα λιτά λόγια, που αποπερατώνουν το απόσπασμα (Panagiotop) |
    • η εκκλησία φαίνεται ότι έχει αποπερατωθεί κατά τον Nοέμβριο του 1633 (Tsirpanlis)

[fr kath αποπερατώ ← MG (5th-7th c.), PatrG, K ἀποπερατῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες