Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπεράτωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπεράτωση η [apoperátosi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποπερατώνω: Έρανος για την ~ του ιερού ναού. Mετά την ~ των σπουδών του υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία.

[λόγ. < ελνστ. ἀποπεράτω(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπεράτωση [apoperátosi] η, gen αποπεράτωσης & αποπερατώσεως, (L)
  • completion, finishing (syn αποτέλειωμα 1, περάτωση):
    • ~ του εργοστασίου, της οικοδομής, του πύργου |
    • ~ |
    • τίτλος αποπερατώσεως γυμνασιακών σπουδών |
    • ζητούν νέα προθεσμία αποπερατώσεως του έργου

[fr kath αποπεράτωσις ← MG (5th-7th c.), PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες