Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπειρώμαι [apopiróme] Ρ11 αόρ. αποπειράθηκα, απαρέμφ. αποπειραθεί : επιχειρώ, δοκιμάζω να κάνω κτ., κάνω προσπάθεια: Aποπειράθηκαν να διαρρήξουν κοσμηματοπωλείο. Aποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Aποπειράθηκαν να βιάσουν τουρίστρια. Ο σφαιροβόλος θα αποπειραθεί να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ.
[λόγ. < αρχ. ἀποπειρῶμαι `προσπαθώ να δοκιμάσω, να εξιχνιάσω΄ σημδ. γαλλ. tenter]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπειρώμαι [apopiróme] αποπειράται, aor αποπειράθηκα (subj αποπειραθώ), pf & plupf έχω-είχα αποπειραθεί, (L)
- attempt, try (syn δοκιμάζω, προσπαθώ):
- αποπειράται να αυτοκτονήσει, ερευνήσει, κατανοήσει, μιλήσει, σκοτώσει |
- προετοιμάζονται να αποπειραθούν κατάλυση του πολιτεύματος |
- αποπειράται την ανάβαση προς το θεό (Tatakis) |
- αποπειρώνται να γευτούν τη νεότητα της ζωής (Vrachimis) |
- το αυστηρό αυτό μέτρο αποπειράθηκαν αλλά δεν πρόφτασαν να το εφαρμόσουν (Athanasiadis-N) |
- ο Kοραής είχε αποπειραθεί να βάλει σε κάποια τάξη τη γλωσσική αναρχία (Chairop)
[fr kath αποπειρώμαι ← K, AG]
- attempt, try (syn δοκιμάζω, προσπαθώ):