Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπαίρνω [apopérno] Ρ πρτ. απόπαιρνα, αόρ. αποπήρα, απαρέμφ. αποπάρει : συμπεριφέρομαι και ιδίως μιλώ απότομα, άσκημα σε κπ.: Mην το αποπαίρνεις το παιδί. Tην αποπήρε κι αυτή έβαλε τα κλάματα.
[απο- παίρνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπαίρνω.
-
- Συμπεριφέρομαι σε κάπ. με αυστηρότητα ή σκαιότητα:
- τον άλλον τον αποπήραν με μάνητα (Σουμμ., Pεμπελ. 176).
[<πρόθ. από + παίρνω. H λ. στο Somav. (‑πέρνω) και σήμ.]
- Συμπεριφέρομαι σε κάπ. με αυστηρότητα ή σκαιότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπαίρνω [apopérno] ipf απόπαιρνα, aor αποπήρα (subj αποπάρω), pf & plupf έχω-είχα αποπάρει
- ① take over completely:
- τον αποπήρε το κλάμα, η ντροπή |
- η θάλασσα πότε το αποπαίρνει το καράβι και πότε το κυλάει απαλά (KPolitis) |
- να μην αφήσουμε τις άλλες πολιτείες να μας αποπάρουνε με τις εταιρίες τους (Vlami) |
- poem και φτερακάει γοργά τα βλέφαρα, μην τ' αποπάρει ο θρήνος (Kazantz Od 8.792)
- ② reprimand, rebuke, chide, reprove (near-syn επιπλήττω L, κατσαδιάζω, μαλώνω):
- ~ |
- τον αποπήρε άσκημα, αυστηρά, βαριά, τρυφερά |
- τον αποπήρε θυμωμένος |
- τον αποπήρε με μια χειρονομία |
- τον αποπήρε με τα μάτια του |
- την αποπαίρνει για το τίποτα, για ψύλλου πήδημα |
- είχε συνηθίσει ν' αποπαίρνει πάντα τον αδελφό της, σα μεγαλύτερη (Xenop) |
- οι γέροι θέλουν να διηγηθούν πάντα κάτι αλλά η νεολαία τους αποπαίρνει (Loukatos) |
- ο κύρης της θα την απόπαιρνε για τη σκουντιά που του έδωσε (Vasilikos) |
- ο θείος του τον είχε αποπάρει κάμποσες φορές για "παραμέληση στοιχειώδους καθήκοντος" (Roufos)
[fr postmed αποπαίρνω, cpd w. παίρνω]
- ① take over completely: