Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπαίδι το [apopéδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) 1. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί. || (επέκτ.) για καθέναν που είναι παραμελημένος ή παραγκωνισμένος. 2. παιδί που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά.
[απο- παιδ(ί) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπαίδι [apopé∂i] το,
- neglected or disinherited child (syn απόπαιδο):
- ~ του κόσμου, της μοίρας |
- τούτος ο τόπος υπήρξε το ~ του θεού κατά την ώρα της δημιουργίας |
- τα αδέλφια μου κόλλησαν γύρω στη μάνα μου αφήνοντας εμένα έξω σαν ~ (Voutyras) |
- ~ της πολιτείας είναι η Ήπειρος (Palaiologos)
[cpd w. παιδί]
- neglected or disinherited child (syn απόπαιδο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπαιδίζω [apope∂ízo] aor αποπαίδισα, region. & lit
- disinherit (syn L αποκληρώνω):
- του έλεγαν πως τον αποπαίδισε ο πατέρας του (Karkavitsas)
[der of αποπαίδι]
- disinherit (syn L αποκληρώνω):