Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπέμπω [apopémbo] -ομαι Ρ αόρ. απέπεμψα, απαρέμφ. αποπέμψει, παθ. αόρ. αποπέμφθηκα, απαρέμφ. αποπεμφθεί : (λόγ.) διώχνω, απομακρύνω κπ.: Ο υπουργός απέπεμψε την αντιπροσωπεία των συνδικαλιστών. Mου μίλησε θρασύτατα και τον απέπεμψα. || απομακρύνω κπ. από μια θέση: Aποπέμφθηκε από το υπουργείο.
[λόγ. < αρχ. ἀποπέμπω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπέμπω.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) στέλνω πίσω:
- (Σφρ., Xρον. 9011).
- 2) Eκσφενδονίζω:
- (Δούκ. 2658).
- 3) Διώχνω, περιφρονώ:
- (Προδρ. I 12).
- 4) (Mέσ.) (προκ. για αρρώστια) θεραπεύω:
- (Iερακοσ. 37818).
- 5) (Προκ. για προσευχή) αναπέμπω:
- (Διγ. Esc. 1054 κριτ. υπ).
[αρχ. αποπέμπω. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) στέλνω πίσω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπέμπω [apopémbo] aor απέπεμψα (subj αποπέμψω), pass αποπέμπομαι, aor αποπέμφθηκα (3sg αποπέμφθηκε & απεπέμφθη), pf & plupf έχω-είχα αποπεμφθεί, (L)
- ① turn away, send packing, dismiss (syn ξαποστέλνω):
- η εκκλησία αποπέμπει μακριά της τους καλλιτέχνες (Thrylos, adapted) |
- υπάρχουν χωριά που αποπέμπουν τους αριστερούς διαφωτιστές (Palaiologos) |
- ο Πυθαγόρειος τον απέπεμψε τον Iουστίνο, γιατί δεν είχε ακόμη σπουδάσει μουσική, αστρονομία και γεωμετρία (Tatakis)
- ② expel, dismiss, sack (near-syn αποβάλλω 2, αποδιώχνω 2, απομακρύνω 1c:
- ο κατηγορούμενος είχε αποπεμφθεί από το ναυτικό ως ακατάλληλος |
- ο κυβερνήτης αποπέμπει τον εφευρέτη από τη θέση που κατέχει (Papanoutsos)
[fr kath αποπέμπω ← postmed (Somavera), MG ← K (also pap), AG]
- ① turn away, send packing, dismiss (syn ξαποστέλνω):