Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπάνω [apopáno] επίρρ. : 1.τοπικό. α. από το επάνω μέρος, επάνω. ANT αποκάτω: Παίρνω κτ. ~ από το τραπέζι / γραφείο / κρεβάτι, από επάνω από. ~ ο ουρανός κι αποκάτω η θάλασσα, από επάνω. Φόρεσέ το ~, πάνω από αυτό που ήδη φοράς. Άρχισε ~ προς τα κάτω
Tι γράφει ~; Δεν το βγάζει ~ του, το φοράει συνέχεια. ΦΡ ή εκφράσεις είμαι ~, είμαι σε πλεονεκτική θέση. υπάρχει Θεός ~, υπάρχει Θεός που τα βλέπει όλα. στέκομαι ~ από κπ., για ενόχληση ή ενοχλητική επιτήρηση. β. σε ονοματική χρήση: β1. (ως ουσ.) ο / η / οι αποπάνω, για τους ενοίκους του διαμερίσματος που βρίσκεται αμέσως υψηλότερα από ένα άλλο πάτωμα: Οι ~ κάνουν συνέχεια φασαρία. β2. (ως επίθ.): Tο ~ τμήμα, αυτό που βρίσκεται πάνω από κτ. 2. ποσοτικό· επιπλέον: Πληρώσαμε ~ δέκα χιλιάδες, περισσότερα από όσα υπολογίζαμε ή είχε συμφωνηθεί. || στις εκφορές: ~ και / κι ~, για να εκφράσει ο ομιλητής το πλέον δυσάρεστο, παράλογο κτλ. σε μια σειρά γεγονότων: Δεν έφταναν όλα, αρρώστησαν ~ και τα παιδιά. Δε φτάνει που φταίει, θυμώνει κι ~.
[μσν. αποπάνω (στη σημ. 1) < φρ. από επάνω με αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπάνω, επίρρ.· αποπάνου· απουπάνω· ’ποπάνω· ’πουπάνω.
-
- 1)
- α) (Προκ. για κίνηση από τόπο) από επάνω:
- αποπάνω του πύργου … εκατέβαιναν σαγίτες (Tρωικά 532)·
- β) (προθετ. με γεν. ή αιτιατ.) από επάνω από κάπ. ή από κ.:
- αποπάνου το στόμα του πηγαδιού (Πεντ. Γέν. XXIX 3)·
- σύρε αποπάνου μου (Πεντ. Έξ. X 28)·
- γ) (προκ. για προέλ.):
- είν’ Θεός στους ουρανούς και βλέπει αποπάνω (Iστ. Bλαχ. 428).
- α) (Προκ. για κίνηση από τόπο) από επάνω:
- 2) (Προκ. για κίνηση προς τόπο, προθετ. με αιτιατ.) επάνω από:
- ανέβη το σύννεφο αποπάνου την τέντα (Πεντ. Aρ. IX 17).
- 3)
- α) (Προκ. για στάση) επάνω:
- Tα ρούχα σκεπάζανε ’ποπάνω τ’ άρματά του (Eρωτόκρ. B´ 147)·
- β) (προθετ. με την πρόθ. εις στις διάφορες μορφές της):
- ’ποπάνω στο βουνάριν (Θρ. Kύπρ. M 227)·
- γ) (με γεν. προσώπου) επικεφαλής κάπ.:
- στρατοπεδάρχην άρχοντα και πάντων αποπάνω (Pιμ. Bελ. ρ 762).
- α) (Προκ. για στάση) επάνω:
- 4) (Mε το άρθρο ως ουσ.) οι αποπάνω = αυτοί που βρίσκονται στο ψηλότερο σημείο:
- (Mαχ. 45818).
[<πρόθ. από + επίρρ. επάνω. Ο τ. απου‑ στο Meursius. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπάνω [apopáno] adv (written also από πάνω) (& αποπάνου & απεπάνω)
- ① fr above (syn αποπάνωθε 1, ant αποκάτω1 1):
- έρχεται, κοιτάζει ~ |
- ~ πέφτει βροχή |
- άνοιγαν αποπάνου οι καταρράχτες του παλατιού κ' έπεφτε στους ανθρώπους κατακλυσμός από λουλούδια (Palam) |
- τα γιλέκα σφίγγουνε τα στήθια και τα στήθια ξεχειλίζουν ~ (DOikonomidis) |
- poem τ' άστρα με σκέπουνε ~ (Zevgoli)
- ⓐ fr high quarters, fr higher authority, fr above (syn άνωθεν 2):
- όλα διευθύνονται ~ και όλα έλκονται προς τα πάνω (Theodorakop) |
- το ποιητικό σχήμα τούς δίνεται κατά κάποιον τρόπο ~ (Kakridis, adapted) |
- αργοπορούσαν για να γδύσουν τον κόσμο· το παράδειγμα ερχόταν ~ (Petsalis)
- ⓑ fr (the) top:
- phr ~ ως (or ίσαμε) κάτω fr top to bottom, fr head to toe |
- το μαύρο σκέπασμα, που είχαν κρεμάσει στην αψίδα, έπεφτε ~ ίσια με τη μέση (Palam) |
- ~, απ' τον ανοικτό λαιμό καθώς κι αποκάτω, απ' τις γυμνές γάμπες, εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί (Xenop) |
- η ανάπτυξη των επιστημονικών εννοιών προχωρεί ~ προς τα κάτω, από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (Geros)
- ② above or over sth (syn απάνωθε 2, απάνω1 7):
- αγρυπνεί, κρέμεται, περνά, πλανιέται, στέκει ~ του |
- μένουν ~ μας they live above us |
- απλώνει ~ του τα χέρια |
- folkt πήγε σ' ένα πηγάδι, έσκυψε ~ και φώναξε (Megas) |
- εκεί ~ |
- κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό ~ |
- ολόκληρος κόσμος ελληνικός δίχως ένα μάτι ελληνικό ~ (Palaiologos) |
- poem αποπάνου του ας χτυπούνε | μόνο στήθια ηρωικά (Solom) |
- θεέ μου! κάμε να κλαίνε οι χωριανές | στο μνήμα μου ~ (Zevgoli)
- ⓒ on top (of) or over sth (near-syn απάνω1 4):
- φορούσαν απλές περισκελίδες και απεπάνω μια μακριά ρόμπα (Vacalop) |
- ήτανε μια βρύση μαρμαρένια με τρία καμπυλωτά τόξα ~ (EAlexiou) |
- ξεσκέπασε ένα αρχαίο σπίτι, έχτισε ~ ένα παρεκκλήσι (Theotokas) |
- το στήθος του αρσενικού, γαντζωμένο σφιχτά αποπάνου της, εξακολουθούσε να πάλλεται (Kazantz) |
- | phr βγαίνω ~ win or gain an advantage over s.o. unjustly |
- δεν αρκεί που έχει άδικο, θέλει να βγει κι ~
- ⓓ in addition, on top, to boot, besides (syn απάνω1 8b, αποπάνωθε 2, L επιπλέον):
- δε φτάνουν όλα, είναι και κλέφτης ~ |
- θα 'πρεπε να γυρίσει πίσω και την προίκα, να πληρώσει ~ και διατροφή (Terzakis) |
- ξεπλήρωσε το χρέος του και του έμειναν κι άλλα τρία χιλιάρικα ~ (AVlachos) |
- poem .. του αφέντη σου τα πλούτη μαζώνονται | και τρώνε τόσοι και προσκάλεσες και τούτον ~ (Homer Od 17.379 Kaz-Kakr)
- ⓔ in immediate succession to, right after, on top of:
- πίνει νερό ~ απ' τον καφέ, το φάρμακο
- ③ w. gen of pron (μου, σου, του etc) in a higher position, in charge of, over or commanding s.o.:
- οι μικροαστοί έχουν παροδική σχέση προς εκείνους που βρίσκονται ~ τους (Papanoutsos, adapted) |
- αρχηγός εσύ, ναι! ο οπλαρχηγός Kαρατάσος ~ μου, ποτέ! δεν το ανέχομαι (Petsalis) |
- | phr τον έχω or κάθεται ~ μου he is over my head, he keeps pestering me |
- τον έχω ~ απ' το κεφάλι μου id. or I esteem him greatly
- ④ w. gen of pron (μου, σου, του etc) (away) fr, off (syn απάνωθε 3):
- ρίχνω, τινάζω κτ ~ μου |
- phr βγάζω ένα βάρος ~ μου get a load off one's chest |
- δε σηκώνει τα μάτια του ~ της he doesn't lift his eyes off her, he keeps staring at her |
- ο καλός θεός ας απομακρύνει ~ της τα βάσανα (Palam) |
- αφαιρεί ~ της το έργο της μοδίστρας (Melas) |
- ο ταύρος προσπαθεί να πετάξει τις σαΐτες ~ του (Fteris) |
- δώσε μου κάτι ~ σου να το 'χω για φυλαχτό (Sardelis) |
- poem .. να λουστείτε κι ~ σας | να φύγει η λιβανίλα (Skipis)
- ⑤ in adj function found above or on top of sth, upper (syn απάνω1 1b):
- η ~ γειτονιά, πλευρά |
- το ~ |
- από 'να μαντρί, που 'ναι στ' αποπάνου το βουνό γαβγίζουνε τα τσομπανόσκυλα (Kondylakis) |
- στο ~ πλαίσιο ήταν άλλοτε διάφοροι ισπανικοί θυρεοί (Karouzos)
[fr postmed, MG αποπάνω, cpd w. επάνω]
- ① fr above (syn αποπάνωθε 1, ant αποκάτω1 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπάνω [apopáno] ο, (written also από πάνω)
- person found in a higher position, person of authority (ant ο αποκάτω):
- να νοιώσουμε πρώτ' απ' όλα την υποταγή του γιανίτσαρου στους ~ (Petsalis) |
- δεν είχε αλλάξει η νομοθεσία, άλλαξε απλώς η εντολή των ~ (Christidis EΣ) |
- poem σε περιφρονούν οι ~, όταν δεν περιφρονείς τους αποκάτω (Apostolidis)
[fr MG ο αποπάνω, substantiv. m αποπάνω]
- person found in a higher position, person of authority (ant ο αποκάτω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπάνωθε [apopánoθe] adv (written also από πάνωθε)
- ① fr above (syn αποπάνω 1):
- poem σηκώνει αθέλητα ψηλά την άσπρη κόρη των ματιών, | ως να 'ρχεται παντοτινά ~ η φωνή (Sikel)
- ② in addition, besides (syn αποπάνω 2c):
- poem .. το βιος που απ' το Άργος έφερα στο σπιτικό μου, ακέριο | το δίνω πίσω, κι ~
[fr postmed *αποπάνωθεν (cf Erotokr αποπανωθιό), cpd w. απάνωθεν]
- ① fr above (syn αποπάνω 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπανωθιό, επίρρ.· ’ποπανωθιό.
-
- 1) Aπό επάνω:
- σα να τηνε θωρεί (ενν. η νένα) νεκρή στέκει αποπανωθιό της (Eρωτόκρ. Γ´ 1614).
- 2) (Mε γεν. ή με την πρόθ. εις και αιτιατ. επιθ. ή ουσ.) σε θέση κορυφαία (μεταξύ περισσοτέρων):
- ’ποπανωθιό ’ς τσι φρόνιμους, πρώτος εις τσι μεγάλους (αυτ. A´ 30).
[<πρόθ. από + επίρρ. απανωθιό (βλ. επανωθιό)]
- 1) Aπό επάνω: