Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποξηραίνω [apoksiréno] -ομαι Ρ7.2 μππ. αποξηραμένος : 1.ξεραίνω κτ. αφαιρώντας του το νερό: Aποξηραμένοι καρποί. 2. (ειδικότ.) αφαιρώ το νερό από λίμνες, ελώδεις περιοχές κτλ.· αποστραγγίζω: H λίμνη / το έλος αποξηράνθηκε για να δημιουργηθούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀποξηραίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποξηραίνω.
-
- (Προκ. για έμψυχα) αφήνω κάπ. «ξερό», χωρίς ζωή:
- (Φυσιολ. 3705).
[αρχ. αποξηραίνω. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για έμψυχα) αφήνω κάπ. «ξερό», χωρίς ζωή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποξηραίνω s. αποξεραίνω.