Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποξεραίνω [apokseréno] -ομαι Ρ7.1 : ξεραίνω κτ. τελείως: Ο αέρας αποξέρανε τα λουλούδια.
[αρχ. ἀποξηραίνω με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξηρός > ξερός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποξεραίνω [apokseréno] (& L αποξηραίνω) ipf αποξέραινα (& L αποξήραινα), aor αποξέρανα (& L αποξήρανα, subj αποξεράνω & αποξηράνω), pf & plupf έχω-είχα αποξεράνει, mediop αποξεραίνομαι & (L) αποξηραίνομαι, aor αποξεράθηκα (& L αποξηράνθηκα, subj αποξεραθώ & αποξηρανθ
- ① dray sth up, drain sth dry, desiccate (syn ξεραίνω):
- αποξηραίνω το έλος, τη λίμνη, το ποτάμι |
- αποξήραναν στον ήλιο και στο φούρνο λεπτότατα σκουλήκια (Louros) |
- το σπαθόψαρο είναι τόσο λιγνό και άσαρκο που είναι περιττόν να αποξηρανθεί (Potamianos)
- ⓐ mi αποξεραίνομαι (& L αποξηραίνομαι) become dry or desiccated, dry up or out (syn ξεραίνομαι):
- αποξεράθηκαν τα φύλλα |
- θ' αποξεραθούν οι αγγουριές |
- αποξεραίνεται το ξύλο |
- είχαν αποξεραθεί οι πατούσες μέσα στις μπότες του (Myriv, adapted) |
- όταν το δέρμα μένει απεριποίητο, ολίγον κατ' ολίγον αποξηραίνεται (GLadas)
- ② fig deprive of vitality, make arid or dull, desiccate (syn αποστεγνώνω):
- αποξηραίνω το πνεύμα, την τέχνη |
- η μίμηση αποξηραίνει την αισθητική ζωή (Andronikos) |
- θα διατρέξει το βέβαιο κίνδυνο ν' αποξηράνει κάθε φύτρο βαθύτερης χαράς (Panagiotop) |
- το κέφι είναι αδύνατο να το βρούμε μέσα στα συνηθισμένα, που έχουν αποξηρανθεί από κάθε ικμάδα (Thrylos)
- ⓑ mi αποξεραίνομαι lose one's vitality, become arid or dull (syn αποστεγνώνομαι):
- μέσα σου άλλο δεν έχεις παρά ερμιά, γιατί αποξεράθηκε κ' η ψυχή σου (Psichari)
[cpd w. ξεραίνω; L forms fr kath αποξηραίνω ← K (also pap), AG]
- ① dray sth up, drain sth dry, desiccate (syn ξεραίνω):