Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποξενώνω [apoksenóno] -ομαι Ρ1 : 1.καθιστώ κπ. ξένο, τον απομακρύ νω από κπ. ή από κτ. οικείο: Οι πολλές του ασχολίες τον αποξένωσαν από τα παιδιά του. Σιγά σιγά αποξενώθηκε από την παρέα. 2. κάνω κπ. να χάσει την επαφή του, την τριβή του με κτ., να ξεμάθει: H απασχόλησή του με το εμπόριο τον αποξένωσε από την επιστημονική έρευνα. 3. αποστερώ κπ. από κτ.: Στον καπιταλισμό ο εργάτης αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του.
[λόγ. < ελνστ. ἀποξεν(ῶ) `διώχνω κπ. από την πατρίδα του΄ -ώνω (αρχ. ἀποξενοῦμαι `ζω μακριά από την πατρίδα, στερώ΄) σημδ. γαλλ. aliéner, s΄aliéner]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποξενώνω.
-
- I. (Eνεργ.) απομακρύνω, αποχωρίζω κάπ. και τον καθιστώ ξένον:
- Tέχνη γυναικός δολεροκακογάμου την κόρην τήν ολιγωρείς θέλει σε αποξενώσει (Λίβ. Sc. 1528).
- II. Mέσ.
- 1)
- α) (Aμτβ.) φεύγω μακριά από ένα τόπο και κόβω τους δεσμούς μου, αποδημώ, ξενιτεύομαι:
- πώς από γης ρωμαϊκής και γονικής σου χώρας απεξενώθης και έφυγες (Bέλθ. 499)·
- β) (μτβ.) απομακρύνομαι από κ., αποχωρίζομαι κ.:
- της ειμαρμένης το κακόν αποξενώνεσαί το (Λίβ. Sc. 1780)·
- γ) (μτβ.) παύω να έχω σχέση με κ., λησμονώ:
- ζήσε και τας οπίσω συμφοράς αποξενώθησέ τας (Λίβ. Esc. 4271).
- α) (Aμτβ.) φεύγω μακριά από ένα τόπο και κόβω τους δεσμούς μου, αποδημώ, ξενιτεύομαι:
- 2) (Aμτβ.) χάνω τις αισθήσεις μου και την επαφή με το περιβάλλον, λιποθυμώ:
- απεξενώθην, έφυγεν, εις Άδην εκατέβην (Λίβ. Sc. 2679).
- 1)
[μτγν. αποξενόω. H λ. και σήμ.]
- I. (Eνεργ.) απομακρύνω, αποχωρίζω κάπ. και τον καθιστώ ξένον:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποξενώνω [apoksenóno] ipf αποξένωνα, aor αποξένωσα (subj αποξενώσω), pf & plupf έχω-είχα αποξενώσει, mediop αποξενώνομαι, aor αποξενώθηκα (subj αποξενωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποξενωθεί, είμαι-ήμουν αποξενωμένος
- ① keep at a distance, estrange, alienate (syn αλλοτριώνω L, near-syn απαλλοτριώνω 3):
- αποξένωσε το παιδί του |
- με αποξένωσε o αδερφός μου |
- με τα πολιτικά κόμματα αποξενωθήκαμε |
- την αποξένωσα από τους γονείς της (Xenop) |
- οι τιμές που εγνώρισε δεν τον αποξένωσαν από τη μητρική του γλώσσα (Dimaras) |
- ο θάνατος του A. άρχισε να μας χωρίζει, να μας αποξενώνει (Tachtsis) |
- η ανατροφή του σχολείου αποξένωνε τα τραγούδια του λαού και τα πήγαινε μακριά μου (Apostolakis) |
- η κάθαρση ήταν πρόσχημα, για να αποξενωθούν οι Δήλιοι από τα δικαιώματά τους επάνω στο νησί (Floros)
- ② mediop αποξενώνομαι become estranged or alienated fr (syn αλλοτριώνομαι):
- αποξενώνομαι από τον εαυτό μου, τα εγκόσμια, το θείο |
- αποξενώθηκε από τους δικούς του |
- όσο προχωρεί ο καιρός, τόσο πιο πολύ αποξενώνομαι από την αθηναϊκή ζωή (Palam) |
- οι αποικιζόμενοι λαοί αποξενώνονται από τον αυτόχθονα πολιτισμό (Papanoutsos) |
- η ζωή του είχε αποξενωθεί από κάθε κοινωνικό ενδιαφέρον (Kokkinos) |
- τα πόδια του ήταν από καιρό αποξενωμένα και δε μπορούσε να τα διατάξει να βοηθήσουν κι αυτά (Zitsaia)
[fr postmed (Somavera), MG αποξενώνω ← PatrG, K ἀποξενῶ ← AG ἀποξενοῦμαι (-όομαι)]
- ① keep at a distance, estrange, alienate (syn αλλοτριώνω L, near-syn απαλλοτριώνω 3):