Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποξήρανση η [apoksíransi ] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποξηραίνω. 1. η ξήρανση που γίνεται με την αφαίρεση του νερού από κτ. 2. (ειδικότ.) η αφαίρεση νερού από τις υγρές ή από τις ελώδεις περιοχές· αποστράγγιση: Πρόγραμμα αποξήρανσης των ελών της περιοχής.
[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποξήρανση [apoksíransi] η, (L)
- ① desiccation, exsiccation, dehydration (near-syn στέγνωμα):
- ~ εδάφους |
- ~ της σταφίδας |
- η κολόνια προκαλεί ~ και σούφρωμα της επιδερμίδας (GLades, adapted) |
- τα μικρόβια τα είχαν αδυνατίσει με κάποιο ζέσταμα είτε με ~ (Saratsis)
- ⓐ drying, drainage (syn αποστράγγιση):
- ~ του έλους |
- η επιγραφή αναφέρεται σε εργολαβία για ~
- ② fig loss of vitality or spirit, desiccation (syn αποστράγγιση):
- ~ |
- τα ψιχία της αγάπης έχουν σχηματοποιηθεί μέσα στην ~ των ριζών της ζωής (Papatsonis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποξήρανσις, der of αποξηραίνω]
- ① desiccation, exsiccation, dehydration (near-syn στέγνωμα):