Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονυχτερεύω [aponixterévo]
- spend the night (syn L διανυκτερεύω, syn phr περνώ τη νύχτα):
- πάει ν' απονυχτερέψει με του Xουσεΐνη το χαρέμι (Eftaliotis)
[fr K ἀπονυκτερεύω, cpd w. νυκτερεύω]
- spend the night (syn L διανυκτερεύω, syn phr περνώ τη νύχτα):