Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απονεύρωση η [apοnévrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απονευρώνω. 1. (ιατρ.) το κόψιμο, η αφαίρεση των νεύρων: Tο χαλασμένο δόντι χρειάζεται ~. 2. (μτφ.) η αποδυνάμωση: H επενδυτική αποχή των βιομηχάνων οδηγεί στην ~ της οικονομίας.
[λόγ. απονευρω- (δες απονευρώνω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἀπονεύρωσις `απόληξη τένοντα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονεύρωση [aponévrosi] η, (L)
- ① anat flat tendon-like end of muscles, aponeurosis
- ② med removal or deadening of nerves:
- απονευρώσεις και σφραγίσματα γίνονται ανώδυνα από οδοντογιατρούς
- ③ fig loss of vigor, enervation, weakening (near-syn αποδυνάμωση):
- το χλιαρό κλίμα του Kαθαρτηρίου και ο γαλήνιος Παράδεισος οδηγούν τον ποιητή σε μια προοδευτική ~ (Panagiotop)
[fr kath απονεύρωσις ← LK]