Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απονευρώνω [aponevróno] -ομαι Ρ1 : 1.(ιατρ.) κόβω, αφαιρώ τα νεύρα: Tο δόντι είναι σάπιο και πρέπει να απονευρωθεί. 2. (μτφ.) με ενέργειες ή με αποφάσεις αποδυναμώνω κτ.: Tο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο απονευρώνει και υποβαθμίζει την τοπική αυτοδιοίκηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀπονευρ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονευρώνω [aponevróno] (L)
- ① med cut off or deaden nerves
- ② fig deprive one of vigor, unnerve, enervate, enfeeble, weaken (near-syn αποδυναμώνω):
- τους απονευρώνουν ή καλύτερα τους αποβλακώνουν τη σκέψη (Palaiologos) |
- η αγάπη του απόλυτου έλκει όλο το είναι του ασκητή και το απονευρώνει (Theodorakop, adapted)
[fr kath απονευρώ ← PatrG; cf LK ἀπονευροῦμαι 'become a nerve']