Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονενοημένος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονενοημένος -η -ο [aponenoiménos] Ε3 : κυρίως στη λόγια έκφραση απονενοημένο διάβημα, η αυτοκτονία: H συνεχείς αποτυχίες τον οδήγησαν σε αυτό το απονενοημένο διάβημα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπονενοημένος `απελπισμένος΄ μππ. του αρχ. ἀπονοοῦμαι `είμαι σε απόγνωση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονενοημένος, -η, -ο [aponenoiménos] (& D απονοημένος) (L)
  • irrational (because of desperation), senseless, rash (near-syn παράλογος):
    • απονενοημένο διάβημα rash act; also euphem suicide |
    • ο Ένγκελς θεώρησε την ιστορία όχι σα χαώδη σύγχυση απονοημένων βιαιοτήτων, αλλά σαν την εξέλιξη της ανθρωπότητας (Evelpidis)

[fr kath απονενοημένος ← K (also pap), AG, ppp of AG ἀπονοοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες