Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απονεκρώνω [aponekróno] -ομαι Ρ1 : καθιστώ κτ. νεκρό, νεκρώνω. || καταστρέφω κτ. τελείως, ολοκληρωτικά.
[λόγ. < αρχ. ἀπονεκρ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απονεκρώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) (Mεταφ.) κάνω κάπ. να χάσει τις αισθήσεις του, τον «πεθαίνω»:
- τόν απενέκρωσεν, κυρά μου, το χαρτί σου (Λίβ. Esc. 1798).
- 2) (Aμτβ.) γίνομαι σαν νεκρός, αναίσθητος:
- τα μέλη απονεκρώσασι (Eρωτόκρ. Δ´ 1914).
- 1) (Mεταφ.) κάνω κάπ. να χάσει τις αισθήσεις του, τον «πεθαίνω»:
- II. Mέσ.
- 1) Πεθαίνω (κυριολ.):
- βάνω το εις το δακτύλιν μου και ευθύς απενεκρώθην (Λίβ. N 2242).
- 2) Γίνομαι σαν νεκρός, αναίσθητος:
- ο λύκος σαν την ήκουσε, όλως απενεκρώθη (Γαδ. διήγ. 181).
- 1) Πεθαίνω (κυριολ.):
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = νεκρός:
- (Φλώρ. 704).
[μτγν. απονεκρόω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονεκρώνω [aponekróno] ipf απονέκρωνα, aor απονέκρωσα, mediop απονεκρώνομαι, aor απονεκρώθηκα (subj απονεκρωθώ), (L)
- ① deprive of vitality or spirit, make lifeless, kill, deaden (syn νεκρώνω, near-syn σκοτώνω):
- η νέα συβαριτική ζωή απονέκρωσε την υπερευαισθησία μου (Karagatsis) |
- η απολλώνια μορφή φυλακίζει το διονυσιακό τρικύμισμα, το απονεκρώνει (Thrylos, adapted) |
- ό,τι στη φράση μας μέσα είναι ζωντανό και πάλλεται από δύναμη το συντακτικό το απονεκρώνει (Kakridis)
- ⓐ bring to a standstill, hold up, kill, deaden (syn νεκρώνω, near-syn ακινητοποιώ 1):
- μπορούσαν να παρεμποδίζουν ή ν' απονεκρώνουν τις συγκοινωνίες (Vacalop) |
- η οικοδομική δραστηριότητα απονεκρώνει τα κεφάλαια (Psathas)
- ② mi απονεκρώνομαι lose one's vitality or spirit, die (off), languish (syn νεκρώνω, νεκρώνομαι, near-syn πεθαίνω):
- απονεκρώνεται η ελπίδα, το γενετήσιο ένστικτο |
- μερικά βασικά προβλήματα του πνεύματος διατρέχουν σε μάκρος τον καιρό χωρίς να γερνούν και να απονεκρώνονται (Chatzinis)
- ⓑ come to a standstill, be still, die (syn νεκρώνομαι, near-syn ακινητοποιούμαι):
- το όργανο απονεκρώνεται, αν τμήμα του αγωγού βουλώσει |
- το εμπόριο κοντεύει να απονεκρωθεί |
- μια σιωπή απλωνόταν ολούθε, σα ν' απονεκρώθησαν μονομιάς τα πάντα (Plaskovitis)
[fr postmed, MG απονεκρώνω ← K ἀπονεκρῶ (-όω)]
- ① deprive of vitality or spirit, make lifeless, kill, deaden (syn νεκρώνω, near-syn σκοτώνω):