Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποναρκώνω [aponarkóno] -ομαι Ρ1 : 1.προκαλώ βαθιά νάρκη. 2. (μτφ.) καθησυχάζω κπ. με απάτη, με ψέματα ώστε να μην ενεργήσει ή να μην αντιδράσει σε κτ., αποκοιμίζω.
[λόγ.: 1: αποναρκ(ώ) -ώνω ενεργ. < αρχ. ἀποναρκοῦμαι· 2: σημδ. γαλλ. engourdir]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποναρκώνω [aponarkóno] ipf απονάρκωνα, aor απονάρκωσα, mediop αποναρκώνομαι, ipf αποναρκωνόμουν, aor αποναρκώθηκα, (L)
- ① put to sleep, make drowsy or torpid (syn αποκαρώνω 1, ναρκώνω):
- η νύχτα ξαπλωνότανε απάνω σ' όληνα τη φύση και τη νανούριζε και την απονάρκωνε (Psichari)
- ② mi αποναρκώνομαι become drowsy, fall asleep (near-syn αποκοιμάμαι 1, αποκαρώνω 2):
- ένας φαντάρος αποναρκώθηκε στην παγωνιά κι όταν πήγαν ν' αλλάξουν βάρδια τον βρήκαν πετρωμένο (ChZalokostas) |
- θα ήθελε να καθόταν σ' ένα βράχο και ν' αποναρκωνόταν μέσα στην κούραση (Karagatsis)
- ⓐ fig become numb or lethargic, (near-syn αποκοιμάμαι 2):
- με το πέρασμα των χρόνων οι εθνικές συνειδήσεις των κατοίκων εξασθενούν και αποναρκώνονται (Vacalop) [fr kath αποναρκώ ← MG ← PatrG àποναρκ΅ (bes ναρκ΅,
[-άω]), K ἀποναρκῶ (-άω) ← AG ἀποναρκοῦμαι (-όομαι)]
- ① put to sleep, make drowsy or torpid (syn αποκαρώνω 1, ναρκώνω):