Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονήρευτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απονήρευτος, επίθ.
  • 1) Που δεν είναι πονηρός· καλός:
    • άκακος, απονήρευτος, ελεήμων (Συναδ. φ. 32v).
  • 2) Aπλοϊκός:
    • ω ποθητοί απονήρευτοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1239]).

[<στερ. α‑ + πονηρεύομαι. H λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονήρευτος -η -ο [aponíreftos] Ε5 : που δε βάζει στο νου του κακό, δόλο, υπόνοιες, υποψίες· αθώος, άδολος: Είναι ακόμα άβγαλτο και απονήρευτο κοριτσάκι. απονήρευτα ΕΠIΡΡ χωρίς πονηριά, δόλο, καχυποψία: Mιλάει / σκέφτεται / ενεργεί ~.

[μσν. απονήρευτος < α- 1 πονηρεύ(ομαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονήρευτος, -η, -ο [aponíreftos]
  • guileless, artless, innocent, naive (syn απλοϊκός2 2b, απόνηρος, αφελής):
    • απονήρευτη απλότητα, καρδιά, ξεγνοιασιά, πίστη, σκέψη |
    • απονήρευτες ιστορίες |
    • απονήρευτο μωρό, πλάσμα, ύφος, χαμόγελο |
    • απονήρευτα μάτια |
    • ζει, κοιμάται, ρωτάει ~ |
    • πιο απλά μέσα, πιο απονήρευτοι τρόποι δεν γίνουνται (Psichari) |
    • του είχε στήσει καρτέρι, να τον σαϊτέψει στην πιο απονήρευτη ώρα της ζωής του (Terzakis) |
    • είναι αρραβωνιασμένη με τον Φ., έναν απονήρευτο τύπο εργατικού ανθρώπου (Sachinis)

[fr postmed, MG απονήρευτος, cpd w. *πονηρευτός (: πονηρεύομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες