Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονέμω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απονέμω [aponémo] -ομαι Ρ αόρ. απένειμα, απαρέμφ. απονείμει, παθ. αόρ. απονεμήθηκα, απαρέμφ. απονεμηθεί, μππ. απονεμημένος : 1.προσφέρω σε κπ. μια τιμητική διάκριση, μια ηθική ή υλική παροχή, χορηγώ έναν τίτλο: Tου απένειμαν το πρώτο βραβείο / το χρυσό σταυρό / το έπαθλο / το παράσημο ανδρείας. Aπονεμήθηκαν τα διπλώματα / τα πτυχία στους αποφοίτους. 2. παρέχω κτ. σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου: Ο δικαστής απονέμει δικαιοσύνη. Ο Πρόεδρος απένειμε χάρη στο θανατοποινίτη.

[λόγ. < αρχ. ἀπονέμω `δίνω μερίδιο΄ & σημδ. γαλλ. attribuer]

[Λεξικό Γεωργακά]
απονέμω [aponémo] ipf απένεμα, aor απένειμα (subj απονείμω), pf & plupf έχω-είχα απονείμει, pass 3sg απονέμεται, ipf απενέμετο, aor απονεμήθηκε (subj απονεμηθεί), pf & plupf έχει-είχε απονεμηθεί, (L)
  • ① grant, confer, award, bestow (syn δίνω):
    • του ~ βραβείο, παράσημο, πτυχίο, στεφάνι |
    • ~ δικαιοσύνη dispense justice (syn αποδίδω 2b) |
    • ~ |
    • του ~ την εκτίμησή μου |
    • του απονεμήθηκαν διπλώματα τιμής |
    • σε πολίτες Έλληνες ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται τίτλοι ευγένειας (Christidis EΣ) |
    • τον πιο ανεπιφύλακτο έπαινο για όσα έπραξε του τον έχει απονείμει ο X. K. (Kanellop) |
    • προκηρύχθηκε ποιητικό διαγώνισμα με έπαθλο, που θα το απένεμε κριτική επιτροπή από καθηγητές (Dimaras)
  • ⓐ grant, confer, extend, provide (syn παραχωρώ, παρέχω):
    • το γερμανικό σύνταγμα απονέμει στον πρόεδρο της δημοκρατίας, σε έκτακτες στιγμές, δικαιώματα δικτατορικά (Athanasiadis-N)
  • ⓑ mete out, distribute, allot, give (syn διανέμω L, μοιράζω, παρέχω):
    • ~ αμοιβή, βαθμούς |
    • το κράτος απονέμει συντάξεις |
    • το προφητικό χάρισμα απονέμεται σε άσοφους και σοφούς (Dimaras) |
    • ο Δημιουργός απένειμε την αθανασία σε όλα τα έλλογα όντα (Tatakis)
  • ② attribute, assign, give (syn δίνω, near-syn αποδίδω 4):
    • o χριστιανικός κόσμος απονέμει το όνομα Διδάσκαλος στο θεάνθρωπο (Kakridis) |
    • οι φιλόσοφοι απονέμουν υψηλή θέση στο ηθικό πρόσωπο του ανθρώπου (Tatakis, adapted) |
    • όταν ο αυτοκράτωρ πεθάνει, του απονέμουν την αποθέωση (Stasinop) |
    • η ασυνήθιστη ιδιότητα της γλυκύτητας απονέμεται στο βοριά (Dimaras, adapted)

[fr kath απονέμω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες