Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απονέκρωση η [aponékrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απονεκρώνω, η νέκρωση.
[λόγ. < ελνστ. ἀπονέκρω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απονέκρωση [aponékrosi] η, (L)
- ① loss of life or vitality, dying (out), destruction (syn απονέκρωμα, νέκρωση):
- ~ των θρεπτικών ουσιών |
- η λύση συνεπάγεται την άμεση εξαφάνιση, ~ των προβλημάτων (Thrylos) |
- απόλυτο στυλιζάρισμα θα ήταν ~ του θεάτρου (Athanasiadis-N) |
- έρχονται γρηγορότερα και η ~
- ② coming or bringing to a standstill, stagnation (syn νέκρωση, near-syn ακινησία 2, στασιμότητα):
- ~ του παραγωγικού μηχανισμού της χώρας |
- συναντούσαμε στην Eλλάδα το φαινόμενο της πλήρους απονέκρωσης του χρήματος, που κρυβότανε στις κάσες (Psathas) |
- το πρόβλημα του τόπου μας είναι η ~ κι ο οικονομικός μαρασμός της επαρχίας (id.)
[fr kath απονέκρωσις ← postmed (Somavera) ← K]
- ① loss of life or vitality, dying (out), destruction (syn απονέκρωμα, νέκρωση):