Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομόνωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απομόνωση η [apomónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απομονώνω. 1. απομάκρυνση από ένα σύνολο: ~ λέξεων / φράσεων από ένα κείμενο. ~ μικροβίου. 2. απουσία επαφής, επικοινωνίας: Kοινωνική / πολιτική ~. 3. ο χώρος στον οποίο απομονώνουν κπ.· απομονωτήριο: Tον είχαν δεκαπέντε μέρες στην ~.

[λόγ. απομονω- (δες απομονώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. isolement]

[Λεξικό Γεωργακά]
απομόνωση [apomónosi] η, gen απομόνωσης & απομονώσεως, (L)
  • ① act or state of isolation, seclusion (syn μόνωση, near-syn αποκλεισμός 2b, ξεμονάχιασμα):
    • αριστοκρατική ~ |
    • ατμόσφαιρα, διάθεση απομόνωσης |
    • συνθήκες απομονώσεως |
    • η ~ των ορεινών χωριών |
    • αισθάνεται μεγάλη ~ |
    • επιβάλλουν στο κράτος αυτό πολιτική ~ |
    • το μόνο μέτρο, που μπορεί να σώσει τα μνημεία μας, είναι η απομόνωσή τους μέσα σε πάρκα (Theotokas) |
    • είχε χρέος να βγει απ' την απομόνωσή της (TAthanasiadis) |
    • ο μεγάλος κίνδυνος της ιστορίας είναι η ~ από τη ζωή (Evelpidis)
  • ⓐ solitary confinement:
    • αυστηρή ~ |
    • στρατόπεδα απομόνωσης |
    • τον έβαλαν, τον έχουν σε ~ |
    • τον κράτησαν ένα μήνα φυλακή, για να ωριμάσει από την πείνα, το κρύο και την ~ (ChZalokostas) |
    • την A. την κλείσανε σε ~· της φορέσανε και το ζουρλομανδύα (Moatsou)
  • ⓑ isolation, quarantine (syn καραντίνα):
    • έπεσε άρρωστη η μάνα του κι ο γιατρός έλεγε ότι χρειάζεται ~ (Tsirkas, adapted) |
    • στην εργασία του Περί της εξαλείψεως της ευλογιάς πρεσβεύει τη μεταδοτικότητα και την ~ (Louros)
  • ② singling out, setting apart:
    • ο πολιτικός τύπος βοηθεί στην ~ των πνευματικών ζητημάτων μέσα σε αρμόδια περιοδικά (Dimaras) |
    • αυτή η ~ του ενός είδους, λ.χ. του πνεύματος ή της ύλης, είναι ένας δογματισμός (Theodorakop)
  • ③ insulation (syn μόνωση):
    • ηλεκτρική ~ |
    • ~ της στέγης

[fr kath (neol Koumanoudis) απομόνωσις, der of απομονώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες