Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομυζώ [apomizó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1.αφαιρώ, παίρνω κτ. ιδίως ρουφώντας ή βυζαίνοντας: Tα παράσιτα απομυζούν θρεπτικές ουσίες από ζώα ή από φυτά. 2. (μτφ.) εξαντλώ κπ. ή κτ. αφαιρώντας συνεχώς και μεθοδευμένα, με επιλήψιμο τρόπο, πόρους ή δυνάμεις· εκμεταλλεύομαι: Οι διάφοροι μεσάζοντες απομυζούν το μόχθο του αγρότη. Οι διάφοροι επιτήδειοι απομυζούν το δημόσιο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀπομυζῶ· 2: σημδ. γαλλ. sucer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομυζώ [apomizó] απομυζά, ipf απομυζούσα, aor απομύζησα (subj απομυζήσω), pass απομυζώμαι, (L)
- ① suck up (all) the juices of sth (near-syn αναρροφώ 1, ρουφώ):
- οι μέλισσες απομυζούσαν τους χυμούς από κίτρινα λουλούδια (Palaiologos) |
- οι ανεμώνες του βυθού αιχμαλωτίζουν τα ψαράκια, τα ναρκώνουν και τα απομυζούν (Patamianos)
- ⓐ suck in, soak up, absorb (syn αναρροφώ 3):
- από τα μεγάλα αισθήματα η ποιητική ευαισθησία του ξέρει ν' απομυζά το λυρικό νέκταρ (Peranthis) |
- ο ποιητής απομύζησε, συγχώνευσε και συνέθεσε μέσα του ό,τι είναι ελληνικό (Tsatsos)
- ② fig soak up, suck sth dry, drain:
- η καθημερινή ρουτίνα τούς απομύζησε (Thrylos) |
- τα γερατειά απομύζησαν κάθε σημάδι ομορφιάς απ' τη μορφή της (Chatzikostas) |
- ο σκοπός μου δεν ήταν να απομυζήσω την κυπριακή βιβλιοθήκη (Panagiotop)
- ⓑ exhaust or exploit financially, bleed, rob, milk (syn αρμέγω):
- απομυζά το λαό |
- απομυζούν το δημόσιο πλούτο, τους πόρους της χώρας |
- υψώθηκε απομυζώντας τον ιδρώτα του άλλου (Palaiologos) |
- η Nεβάδα έχει πεισθεί ότι, περιορίζοντας τις αξιώσεις της, θ' απομυζήσει τον παίκτη πιο σίγουρα (Thrylos) |
- ο σύνδεσμος των Kυκλαδιτών ήταν ένα μέσον για να απομυζώνται καλύτερα οι νησιώτες (Varelas)
[fr kath απομυζώ ← MG (4th c.), PatrG, LK ἀπομυζῶ (-άω)]
- ① suck up (all) the juices of sth (near-syn αναρροφώ 1, ρουφώ):