Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απομονωτισμός ο [apomonotizmós] Ο17 : 1.η κατεύθυνση, η τάση στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους να μην αναμειγνύεται καθόλου στις υποθέσεις άλλων κρατών και να μην επιτρέπει την ανάμειξη άλλων στα εσωτερικά του: H περίοδος του απομονωτισμού των HΠA έληξε το 1941. 2. τάση απομόνωσης από το κοινωνικό περιβάλλον: Ο ~ του καλλιτέχνη είναι μύθος, γιατί πάντα επιδιώκει την επαφή με το κοινό.
[λόγ. απομονωτ(ικός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. isolationism (-ism = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απομονωτισμός [apomonotizmós] ο, (L)
- policy or disposition favoring the deliberate isolation fr external relations or influences, isolationism:
- καλλιτεχνικός, οικονομικός, πνευματικός ~ |
- οι ερευνητικές δραστηριότητες χαρακτηρίζονται από απομονωτισμό μεταξύ των διαφόρων φορέων |
- ο ~ έχει καταντήσει επικίνδυνη ουτοπία (Theotokas) |
- αγωνίζεται να αποσείσει την κατηγορία του κοινωνικού απομονωτισμού (Dallas)
[fr kath (neol) απομονωτισμός; cf Fr isolationnisme]
- policy or disposition favoring the deliberate isolation fr external relations or influences, isolationism: